ὀχθέω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] (nach den Alten von [[ὄχθος]], sich hoch erheben, od. von [[ἄχθος]], schwer belastet sein, übertr.),<b class="b2"> unwillig, verdrießlich sein</b>, bes. insofern sich der Unwille od. Kummer in Worten kundgiebt; μέγ' ὀχθήσας προσέφη, Il. 1, 517. 4, 30. 8, 208. 15, 184. 16, 48 Od. 4, 30. 332 u. sonst; Hes. Th. 558; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε, Il. 11, 403. 17, 90. 18, 5. 21, 53 Od. 5, 298 u. sonst; ὀχθήσας προσεφώνεε, Od. 23, 182. Außer diesem partic. braucht Hom. nur noch ὤχθησαν, sie waren schweres Herzens, Il. 1, 570. 15, 101; – Sp., wie LXX. auch in den übrigen tempp., unzufrieden sein, sich beschweren. Vgl. Buttm. Lexil. I, 122. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] (nach den Alten von [[ὄχθος]], sich hoch erheben, od. von [[ἄχθος]], schwer belastet sein, übertr.),<b class="b2"> unwillig, verdrießlich sein</b>, bes. insofern sich der Unwille od. Kummer in Worten kundgiebt; μέγ' ὀχθήσας προσέφη, Il. 1, 517. 4, 30. 8, 208. 15, 184. 16, 48 Od. 4, 30. 332 u. sonst; Hes. Th. 558; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε, Il. 11, 403. 17, 90. 18, 5. 21, 53 Od. 5, 298 u. sonst; ὀχθήσας προσεφώνεε, Od. 23, 182. Außer diesem partic. braucht Hom. nur noch ὤχθησαν, sie waren schweres Herzens, Il. 1, 570. 15, 101; – Sp., wie LXX. auch in den übrigen tempp., unzufrieden sein, sich beschweren. Vgl. Buttm. Lexil. I, 122. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὀχθήσω, <i>pf. inus. ; dans Hom. seul. part. ao.</i> ὀχθήσας <i>et 3ᵉ pl. ao.</i> [[ὤχθησαν]];<br />être affligé <i>ou</i> indigné.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀχέω]] ; cf. <i>lat.</i> vehemens, veho. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχθέω''': μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, [[ἄχθομαι]], [[προσέτι]] κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, [[προσοχθέω]]. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ [[ἄχθομαι]], ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς [[ὄγμος]] ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, [[ὀχέω]], ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo). | |lstext='''ὀχθέω''': μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, [[ἄχθομαι]], [[προσέτι]] κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, [[προσοχθέω]]. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ [[ἄχθομαι]], ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς [[ὄγμος]] ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, [[ὀχέω]], ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
(pres. only in compd. προσοχθέω, q.v.), fut. -ήσω Q.S.3.451: Ep. Verb used by Hom. only in aor.:—to be sorely angered, be vexed in spirit, ὤχθησαν Il.1.570, 15.101; elsewhere only in part., μέγ' ὀχθήσας προσέφη 1.517, 4.30, etc.; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε 11.403, al.; ὀχθήσας προσεφώνεε Od.23.182.
German (Pape)
[Seite 430] (nach den Alten von ὄχθος, sich hoch erheben, od. von ἄχθος, schwer belastet sein, übertr.), unwillig, verdrießlich sein, bes. insofern sich der Unwille od. Kummer in Worten kundgiebt; μέγ' ὀχθήσας προσέφη, Il. 1, 517. 4, 30. 8, 208. 15, 184. 16, 48 Od. 4, 30. 332 u. sonst; Hes. Th. 558; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε, Il. 11, 403. 17, 90. 18, 5. 21, 53 Od. 5, 298 u. sonst; ὀχθήσας προσεφώνεε, Od. 23, 182. Außer diesem partic. braucht Hom. nur noch ὤχθησαν, sie waren schweres Herzens, Il. 1, 570. 15, 101; – Sp., wie LXX. auch in den übrigen tempp., unzufrieden sein, sich beschweren. Vgl. Buttm. Lexil. I, 122.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ὀχθήσω, pf. inus. ; dans Hom. seul. part. ao. ὀχθήσας et 3ᵉ pl. ao. ὤχθησαν;
être affligé ou indigné.
Étymologie: cf. ὀχέω ; cf. lat. vehemens, veho.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθέω: μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, ἄχθομαι, προσέτι κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, προσοχθέω. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ ἄχθομαι, ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς ὄγμος ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, ὀχέω, ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo).
English (Autenrieth)
aor. ὤχθησαν: be moved with indignation, grief, anger, be vexed, Il. 1.570, Il. 15.101; usually the part., ὀχθήσᾶς.
Greek Monotonic
ὀχθέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὤχθησα, είμαι βαριά θυμωμένος, έχω βαθιά λύπη στην ψυχή μου, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀχθέω: (только 3 л. pl. aor. ὤχθησαν и part. aor. ὀχθήσας)
1) впадать в уныние, огорчаться: ὤχθησαν θεοί Hom. (услышав суровую речь Зевса), приуныли боги;
2) приходить в негодование, негодовать (μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to cherish resentment, to get angry, wrathful (cf. Audiat Rev. ét. anc. 49, 41 ff.).
Other forms: only aor. ptc. ὀχθήσας and 3. pl. ὤχθησαν (Hom.), fut. ὀχθήσω (Q. S.), ὀχθεῖ στένει, στενάζει H.; cf. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη. οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν H.; enlarged ὀχθ-ίζω (Opp. H.), προσ-οχθ-ίζω, -ίσαι, -ιῶ, -ώχθικα (LXX).
Derivatives: ὄχθησις θόρυβος, τάραχος H., προσόχθισ-μα n. anger, object of resentment (LXX), προσοχθισμός πρόσκρουσις, δεινοπάθεια etc. H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. with Prellwitz, Bq (doubting) and Schwyzer 719 n. 13 as causative or iterative-intensive to ἔχθομαι, ἔχθω (s. ἔχθος) like φοβέω : φέβομαι, σοβέω : σέβομαι, θροέω : θρέομαι; ποτάο-μαι : πέτομαι a.o. -- After L. Meyer (hesitating) and Hermann Gött. Nachr. 1918, 286 f. to ἄχθος, -ομαι; phonetically, and prob. also semantically less convincing.
Middle Liddell
ὀχθέω,
to be sorely angered, to be vexed in spirit, Hom. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ὀχθέω: {okhthéō}
Forms: nur Aor. Ptz. ὀχθήσας und 3. pl. ὤχθησαν (Hom.), Fut. ὀχθήσω (Q. S.), ὀχθεῖ· στένει, στενάζει H.; vgl. ὀχθᾶσθαι· ἀπὸ τοῦ ὄχθη. οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν H.; erweitert ὀχθίζω (Opp. H.), προσοχθίζω, -ίσαι, -ιῶ, -ώχθικα (LXX)
Grammar: v.
Meaning: Unwillen hegen, sich entrüsten, ergrimmen (vgl. Audiat Rev. ét. anc. 49, 41 ff.).
Derivative: Davon ὄχθησις· θόρυβος, τάραχος H., προσόχθισμα n. Gegenstand des Unwillens, der Entrüstung (LXX), προσοχθισμός· πρόσκρουσις, δεινοπάθεια usw. H.
Etymology : Wohl mit Prellwitz, Bq (fragend) und Schwyzer 719 A 13 als Kausativ oder Iterativ-Intensiv zu ἔχθομαι, ἔχθω (s. ἔχθος) wie φοβέω : φέβομαι, σοβέω : σέβομαι, θροέω : θρέομαι; ποτάομαι : πέτομαι u. a. — Nach L. Meyer (zögernd) und Hermann Gött. Nachr. 1918, 286 f. zu ἄχθος, -ομαι; lautlich, wohl auch semantisch weniger glaubhaft.
Page 2,456