ῥόος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. zsgzgn [[ῥοῦς]], das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν [[ῥόον]] Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ [[ῥόον]] Ὠκεανοῖο, 16, 151; [[κῦμα]] ῥόοιο, 21, 263; προχέειν [[ῥόον]] εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch [[ῥόος]] κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον [[ῥόον]] θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ [[ῥόον]], stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν [[οὗτος]] φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. zsgzgn [[ῥοῦς]], das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν [[ῥόον]] Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ [[ῥόον]] Ὠκεανοῖο, 16, 151; [[κῦμα]] ῥόοιο, 21, 263; προχέειν [[ῥόον]] εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch [[ῥόος]] κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον [[ῥόον]] θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ [[ῥόον]], stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν [[οὗτος]] φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῥόου (ὁ) :<br />courant d’un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; <i>fig.</i> κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόος''': -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. [[ῥοῦς]], ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ [[νοῦς]], Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· [[ὡσαύτως]] γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, [[ῥεῦμα]], [[ῥεῦσις]], ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· [[συχνάκις]] παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· [[κῦμα]] ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα [[αὐτόθι]] 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ [[ἰδίᾳ]] αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ [[ῥεῦμα]], κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα [[κῦμα]] κατὰ ῥόον [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· [[Βόσπορος]], ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - [[ῥεῦμα]] ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - [[ῥεῦμα]] ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, [[ῥόος]] καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ. | |lstext='''ῥόος''': -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. [[ῥοῦς]], ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ [[νοῦς]], Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· [[ὡσαύτως]] γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, [[ῥεῦμα]], [[ῥεῦσις]], ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· [[συχνάκις]] παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· [[κῦμα]] ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα [[αὐτόθι]] 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ [[ἰδίᾳ]] αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ [[ῥεῦμα]], κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα [[κῦμα]] κατὰ ῥόον [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· [[Βόσπορος]], ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - [[ῥεῦμα]] ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - [[ῥεῦμα]] ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, [[ῥόος]] καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, Cypr. A ῥόϝος Inscr.Cypr.135.19 H., Att. contr. ῥοῦς: Ion. and later writers have the heterocl. dat. ῥοΐ (like νοΐ from νοῦς), Hellanic. 28J., Ach.Tat.3.20; also gen. ῥοός Peripl.M.Rubr.46: (ῥέω):— stream, flow of water, current, Hom. only in sg., freq. with genitive, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, etc., Il.11.726, 16.151, al.; κῦμα ῥόοιο 21.263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα ib.219; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, 12.33; κατὰ ῥόον down, i.e. with, the stream, Od.5.327,461, Hdt.2.96, etc.: metaph., φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν Pl.R.492c; ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Luc.JTr.50; πρὸς ῥόον against it, Il.21.303; Βόσπορος, ῥ. θεοῦ A.Pers.746 (troch.); current at sea, ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου Th.1.54; εἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας Phld.Rh.1.381S.: also, current of air, Emp.100.14; ῥόος καπνοῦ Pi.P.1.22. II flux, discharge of morbid humours, Hp.Aph.5.56, Arist HA521a28, Thphr.HP9.12.1. III = ῥοή 3, Pl.Cra.411d. IV v. ῥόον.
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.
French (Bailly abrégé)
ῥόου (ὁ) :
courant d’un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; fig. κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.
Étymologie: ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόος: -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. ῥοῦς, ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ νοῦς, Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· ὡσαύτως γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· συχνάκις παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· κῦμα ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα αὐτόθι 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ Ζεὺς Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· Βόσπορος, ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - ῥεῦμα ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - ῥεῦμα ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, ῥόος καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ.
English (Autenrieth)
(σρέω): flow, stream, current.
English (Slater)
ῥόος stream ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22)
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. ρους (Ι).
Greek Monotonic
ῥόος: -ου, ὁ, Αττ. συνηρ. ῥοῦς (ῥέω), ρεύμα, ροή, ρους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποταμοὺς νέεσθαι κὰρ ῥόον, (τους έτρεψε) να ρέουν στη δική τους κοίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ ῥόον, κατά το ρεύμα, κατά τη ροή των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸςῥόον, ενάντια, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ρεύμα θαλάσσης, ὑπό τε ῥοῦ καὶ ἀνέμου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ῥόος: стяж. ῥοῦς ὁ
1) течение: κατὰ и κὰρ ῥόον Hom., Her., κατὰ ῥοῦν Plat., Polyb. вниз по течению; πρὸς ῥόον Hom. против течения; ῥ. Ἀλφειοῖο Hom. воды Алфея;
2) текучесть, подвижность, стремительное движение (φορὰ καὶ ῥ. Plat.);
3) мед. истечение Arst.
Middle Liddell
ῥόος, ου, [ῥέω]
a stream, flow, current, Hom., etc.; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, Il.; κατὰ ῥόον down stream, Od., Hdt., etc.; πρὸς ῥόον against stream, Il.:— a current at sea, Thuc.