καματηρός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμᾰτηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжелый]], [[тягостный]], [[мучительный]] ([[γῆρας]] HH; [[κόπος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[утомительный]], [[изнурительный]] (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[изнуренный]], [[слабосильный]] ([[ἄνδρες]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καματηρός''': -ά, -όν, [[κοπιώδης]], [[ἐπίμοχθος]], [[γῆρας]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] ἑλεῖ [[καματηρός]] μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9. 2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34. II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166. 2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.
German (Pape)
[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 laborieux, fatigant, pénible;
2 fatigué, épuisé de fatigue.
Étymologie: κάματος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμᾰτηρός:
1) тяжелый, тягостный, мучительный (γῆρας HH; κόπος Arph.);
2) утомительный, изнурительный (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);
3) изнуренный, слабосильный (ἄνδρες Her.).
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός
3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).
επίρρ...
καματηρώς (Α)
με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, νοσηρός)].
Greek Monotonic
κᾰμᾰτηρός: -ά, -όν,
I. κουραστικός, εκνευριστικός, βασανιστικός, κοπιώδης, πληκτικός, ανιαρός, σε Ομηρ. Ύμν.· κουραστικός, εξαντλητικός, σε Λουκ.
II. Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή εργασία, κατάκοπος, ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, τριμμένος, φαγωμένος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.
Middle Liddell
κᾰμᾰτηρός, ή, όν
I. toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc.
II. pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt. [from κάμᾰτος]