παραδοχή: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir d'un autre, réception.<br />'''Étymologie:''' [[παραδέχομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir d'un autre, réception.<br />'''Étymologie:''' [[παραδέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραδοχή''': , τὸ δέχεσθαι [[παρά]] τινος, [[ἀποδοχή]], τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «[[παράδοσις]]», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. [[ἀποδοχή]], ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.
|elnltext=παραδοχή -ῆς, ἡ [παραδέχομαι] ontvangst:. πάτριοι παραδοχαί wat van de voorvaderen is ontvangen Eur. Ba. 201.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδοχή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[восприятие]], [[усвоение]] (φαντασίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[принятое]] (в виде обычая), обычай, установление (παραδοχαὶ πάτριοι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[принятие]], [[допущение]], [[одобрение]] (π. καὶ [[πίστις]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> грам. принятое выражение, обиходная форма.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραδοχή:''' ἡ ([[παραδέχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποδοχή]] από κάποιον [[άλλο]]· επίσης, αυτό που παρέλαβε [[κάποιος]], [[κληρονομιά]], [[έθιμο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοχή]], [[επιδοκιμασία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραδοχή:''' ἡ ([[παραδέχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποδοχή]] από κάποιον [[άλλο]]· επίσης, αυτό που παρέλαβε [[κάποιος]], [[κληρονομιά]], [[έθιμο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοχή]], [[επιδοκιμασία]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραδοχή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[восприятие]], [[усвоение]] (φαντασίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[принятое]] (в виде обычая), обычай, установление (παραδοχαὶ πάτριοι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[принятие]], [[допущение]], [[одобрение]] (π. καὶ [[πίστις]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> грам. принятое выражение, обиходная форма.
|lstext='''παραδοχή''': , τὸ δέχεσθαι [[παρά]] τινος, [[ἀποδοχή]], τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «[[παράδοσις]]», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. [[ἀποδοχή]], ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραδοχή -ῆς, ἡ [παραδέχομαι] ontvangst:. πάτριοι παραδοχαί wat van de voorvaderen is ontvangen Eur. Ba. 201.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραδοχή]], ἡ, [[παραδέχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a receiving from [[another]]: also that [[which]] has been [[received]], a [[hereditary]] [[custom]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[acceptance]], [[approval]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[παραδοχή]], ἡ, [[παραδέχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a receiving from [[another]]: also that [[which]] has been [[received]], a [[hereditary]] [[custom]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[acceptance]], [[approval]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοχή Medium diacritics: παραδοχή Low diacritics: παραδοχή Capitals: ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Transliteration A: paradochḗ Transliteration B: paradochē Transliteration C: paradochi Beta Code: paradoxh/

English (LSJ)

Dor. παρα-δοχά, ἡ, A reception, Epicur.Nat.Herc.908.4; σπέρματος Orib.22.7.1, cf. Plu.2.1056f, Sor.1.55; of mental apprehension, Phld.Sign.22. 2 that which has been received, hereditary custom, πάτριοι π. E.Ba.201; tradition, Hippod. ap. Stob.4.1.95; κοινὴ π. S.E.P.1.146; π. Ἑλληνισμοῦ A.D.Adv.168.9. II acceptance, approval, Plb.1.1.1, 1.5.5, etc.; τῶν βλαβερῶν Hierocl.in CA18p.459M. b admission, register of persons admitted, τῶν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου PFlor.79.24 (i A. D.). 2 Gramm., ἐν π. τοῦ ἄρθρου γενέσθαι admit the use of the article, A.D.Synt.57.6. 3 credit or rebate allowed (cf. παραδέχομαι), ἀβρόχου BGU571.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, die Annahme, Aufnahme, παραδοχῆς καὶ πίστεως ἄξια, Pol. 1, 5, 5, öfter. – Bes. die Überlieferung und das durch Überlieferung Überkommene; πάτριοι, Eur. Bacch. 201; D. Hal. 4, 36 u. a. Sp.; vom Sprachgebrauch, Apollon. synt. 275, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recevoir d'un autre, réception.
Étymologie: παραδέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδοχή -ῆς, ἡ [παραδέχομαι] ontvangst:. πάτριοι παραδοχαί wat van de voorvaderen is ontvangen Eur. Ba. 201.

Russian (Dvoretsky)

παραδοχή:
1) восприятие, усвоение (φαντασίας Plut.);
2) принятое (в виде обычая), обычай, установление (παραδοχαὶ πάτριοι Eur.);
3) принятие, допущение, одобрение (π. καὶ πίστις Polyb.);
4) грам. принятое выражение, обиходная форма.

Greek Monolingual

η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ
νεοελλ.
το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό
αρχ.
1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή
2. αντίληψη
3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους παραδοχὰς ἅς θ' ὁμήλικας χρόνῳ κεκτήμεθα», Ευρ.)
4. επιδοκιμασία, συγκατάθεση σε κάτι («αἵρεσιν καὶ παραδοχὴν τῶν τοιούτων ὑπομνημάτων», Πολ.)
5. γραμμ. αποδοχή χρήσης ενός τύπου
6. εγγραφή σε κατάλογο προσώπων τα οποία γίνονται αποδεκτά σε κάτι
7. επιτρεπόμενη πίστωση ή έκπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δοχή (< δέχομαι), πρβλ. κατα-δοχή, υπο-δοχή.

Greek Monotonic

παραδοχή: ἡ (παραδέχομαι
I. αποδοχή από κάποιον άλλο· επίσης, αυτό που παρέλαβε κάποιος, κληρονομιά, έθιμο, σε Ευρ.
II. αποδοχή, επιδοκιμασία, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοχή: ἡ, τὸ δέχεσθαι παρά τινος, ἀποδοχή, τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «παράδοσις», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.

Middle Liddell

παραδοχή, ἡ, παραδέχομαι
I. a receiving from another: also that which has been received, a hereditary custom, Eur.
II. acceptance, approval, Polyb.