σκόλυμος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d'artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d'artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκόλυμος -ου, ὁ eetbare plant, mogelijk gouddistel of artisjok. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκόλῠμος:''' ὁ предполож. артишок (Scolymus [[maculatus]]) Hes., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκόλῠμος:''' ὁ, είδος εδώδιμου ακανθώδους φυτού, [[αγκινάρα]], σε Ησίοδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''σκόλῠμος:''' ὁ, είδος εδώδιμου ακανθώδους φυτού, [[αγκινάρα]], σε Ησίοδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκόλῠμος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, [[ἴσως]] ἡ ἀγκινάρα, «[[λάχανον]] ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 22:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ (ἡ Numen. ap. Ath.9.371c; σκόλυμον, τό, Zonar.), A golden thistle, Scolymus hispanicus, Hes.Op.582, Alc.39, Com.Adesp. in PTeb.693.21, Thphr.HP6.4.3, Arist.Pr.879a28. 2 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, eine eßbare Distelart, die im heißesten Sommer blüht, Hes. op. 584; wahrscheinlich eine Artischockenart, Theophr., Diosc. Auch fem., αὐχμηρή Numen. bei Ath. IX, 371 c.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
scolyme, sorte de chardon comestible ou d'artichaut, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκόλυμος -ου, ὁ eetbare plant, mogelijk gouddistel of artisjok.
Russian (Dvoretsky)
σκόλῠμος: ὁ предполож. артишок (Scolymus maculatus) Hes., Arst.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία μοιάζουν με γαϊδουράγκαθα, ευδοκιμούν στις χώρες της Μεσογείου και τρώγονται ως λαχανικά όταν είναι τρυφερά
αρχ.
το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -(υ)μος (πρβλ. ἔλυμος), που θυμίζει και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. κύαμος, κάρδαμον), πολλά από τα οποία είναι δάνεια. 'Εχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος». Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με τη λ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «σκόλυβος
ὁ ἐσθιόμενος βολβός», τόσο λόγω σημ. όσο και λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής μ / β].
Greek Monotonic
σκόλῠμος: ὁ, είδος εδώδιμου ακανθώδους φυτού, αγκινάρα, σε Ησίοδ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σκόλῠμος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, ἴσως ἡ ἀγκινάρα, «λάχανον ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a kind of thistle with eatable flower-bottom, Scolymus hispanicus, artichoke, Cynara scolymus (Hes., Alc., Arist. etc.; on the meaning Dawkins JHSt. 56, 6).
Other forms: f., -ον n.; σκόλυμον (Zonar.). On σκόλυβος s. below
Derivatives: σκολυμ-ώδης σ.-like' (Thphr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained. On the formation cf. ἔλυμος and the many plant-names in -αμος, -αμον, e.g. κύαμος, βάλσαμον, which are most loans without etymology. Hypotheses by Groselj Živa Ant. 4, 175 (to σκόλλυς). -- The resembling σκόλυβος ὁ ἐσθιόμενος βολβός H. is influenced by βολβός [?] and other plant-names in -βος (after Specht Ursprung 267 old variation μ σκόλυμος β; to be rejected). -- The variation β/μ is a well known Pre-Greek phenomenon (there is no reason to explain the fact away).
Middle Liddell
σκόλῠμος, ὁ,
an eatable kind of thistle, an artichoke, Hes. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σκόλυμος: {skólumos}
Forms: (f., -ον n.)
Grammar: m.
Meaning: N. einer Distelart mit eßbarem Blumenboden, Scolymus hispanicus, Artischocke, Cynara scolymus (Hes., Alk., Arist. usw.; zur Begriffsbestimmung Dawkins JHSt. 56, 6);
Derivative: σκολυμώδης’σ.-ähnlich’ (Thphr.).
Etymology: Unerklärt. Zur Bildung vgl. ἔλυμος und die zahlreichen Pflanzennamen auf -αμος, -αμον, z.B. κύαμος, βάλσαμον, die meist Lehnwörter ohne Etymologie sind. Hypothesen von Groselj Živa Ant. 4, 175 (zu σκόλλυς), von Carnoy RÉGr. 69, 287 (zu idg. sqel-’schneiden’) und von v. Windekens Le Pélasgique 136 (pelasgisch). — Das anklingende σκόλυβος· ὁ ἐσθιόμενος βολβός H. ist von βολβός und anderen Pfl.namen auf -βος beeinflußt (nach Specht Ursprung 267 alter Wechsel μ ~ β; abzulehnen).
Page 2,736