περιπληθής: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli de ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> populeux;<br /><b>2</b> grand, gros.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli de ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> populeux;<br /><b>2</b> grand, gros.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιπληθής -ές [περί, πλῆθος] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπληθής:''' (compar. περιπληθέστερος)<br /><b class="num">1)</b> [[сплошь населенный]], [[весьма многолюдный]] ([[νῆσος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[полный]], [[крупный]], [[толстый]] ([[σάρξ]] Plut.): π. ἐς [[βάρος]] Luc. грузный;<br /><b class="num">3)</b> [[содержательный]] ([[λόγος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολύ]] [[μεγάλος]], σε Πλούτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''περιπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολύ]] [[μεγάλος]], σε Πλούτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-πληθής, ές [[πλῆθος]]<br /><b class="num">1.</b> [[very]] [[full]] of [[people]], Od.<br /><b class="num">2.</b> [[very]] [[large]], Plut.; comp. -έστερος, Luc. | |mdlsjtxt=περι-πληθής, ές [[πλῆθος]]<br /><b class="num">1.</b> [[very]] [[full]] of [[people]], Od.<br /><b class="num">2.</b> [[very]] [[large]], Plut.; comp. -έστερος, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A very full of people, νῆσος Od.15.405; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5. 2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40. II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23: c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπληθής -ές [περί, πλῆθος] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6.
Russian (Dvoretsky)
περιπληθής: (compar. περιπληθέστερος)
1) сплошь населенный, весьма многолюдный (νῆσος Hom.);
2) полный, крупный, толстый (σάρξ Plut.): π. ἐς βάρος Luc. грузный;
3) содержательный (λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
English (Autenrieth)
ές: very full, populous, Od. 15.405†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].
Greek Monotonic
περιπληθής: -ές (πλῆθος),·
1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
Middle Liddell
περι-πληθής, ές πλῆθος
1. very full of people, Od.
2. very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.