κίθαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson plat peu estimé.<br />'''Étymologie:''' [[κιθάρα]].
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson plat peu estimé.<br />'''Étymologie:''' [[κιθάρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κίθᾰρος:''' ὁ [[кифар]] (разновидность камбалы) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κίθαρος -ου, ὁ [κιθάρα] thorax, borstkas.
|elnltext=κίθαρος -ου, ὁ [κιθάρα] thorax, borstkas.
}}
{{elru
|elrutext='''κίθᾰρος:''' ὁ [[кифар]] (разновидность камбалы) Arst.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαρος Medium diacritics: κίθαρος Low diacritics: κίθαρος Capitals: ΚΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kítharos Transliteration B: kitharos Transliteration C: kitharos Beta Code: ki/qaros

English (LSJ)

ὁ, A = θώραξ ΙΙ, chest, Hp.Loc.Hom.3, etc. II kind of flatfish, sacred to Apollo, Epich.65, Pherecr.39, Call.Com.3, Arist.HA508b17, Fr.319, Opp.H.1.98. (Derived from Κιθαιρών by Duris 80 J.)

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, 1) ein Fisch aus dem Geschlechte der Schollen, dem Apollo heilig, Arist. H. A. 2, 17; ein Nilfisch, Strab. XVII, 823 Ath. VII, 306; vgl. κιθαρῳδός. – 2) die Brust, der Brustkasten, = θώραξ, Hippocr. u. a. Medic.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson plat peu estimé.
Étymologie: κιθάρα.

Russian (Dvoretsky)

κίθᾰρος:кифар (разновидность камбалы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κίθᾰρος: ὁ, = θώραξ ΙΙ, τὸ στῆθος, Ἱππ. 409. 44., 412. 15, κτλ.· πρβλ. χέλυς. ΙΙ. ἰχθύς τις ἐκ τῶν ῥομβοειδῶν, ἱερὸς τοῦ Ἀπόλλωνος (ὁ δὲ ῥόμβος νῦν ὀνομάζεται συάκι), ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 καὶ 91, Ἐπίχ. 38 Ahr., Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26· πρβλ. κιθαρῳδός ΙΙ.

Greek Monolingual

κίθαρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. ο θώρακας του σώματος, το στήθος
2. είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, ιερού του Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός
3. επίσης είδος ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα της κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον θώρακα (πρβλ. και γαλλ. caisse «ηχείο της κιθάρας» και «θώρακας». Οι ονομ. τών ψαριών οφείλονται στο σχήμα του σώματός τους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίθαρος -ου, ὁ [κιθάρα] thorax, borstkas.