λίνεος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έα, εον;<br />de lin, fait de lin.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]]. | |btext=έα, εον;<br />de lin, fait de lin.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίνεος:''' стяж. [[λινοῦς|λῐνοῦς]] 3 льняной ([[κιθών]] Her.; [[ἱμάτιον]] Plat.; [[σφαῖρα]] Arst.): [[ὅπλα]] λίνεα Her. льняные канаты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίνεος:''' [ῐ], -α, -ον, συνηρ. [[λινοῦς]], -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, [[λινός]], Λατ. [[lineus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ. | |lsmtext='''λίνεος:''' [ῐ], -α, -ον, συνηρ. [[λινοῦς]], -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, [[λινός]], Λατ. [[lineus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐ́νεος, η, ον [[λίνον]]<br />of [[flax]], [[flaxen]], [[linen]], Lat. [[lineus]], Hdt., Plat., etc. | |mdlsjtxt=λῐ́νεος, η, ον [[λίνον]]<br />of [[flax]], [[flaxen]], [[linen]], Lat. [[lineus]], Hdt., Plat., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, contr. λινοῦς, λινῆ, λινοῦν, (λίνον) of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λινά cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.
German (Pape)
[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
de lin, fait de lin.
Étymologie: λίνον.
Russian (Dvoretsky)
λίνεος: стяж. λῐνοῦς 3 льняной (κιθών Her.; ἱμάτιον Plat.; σφαῖρα Arst.): ὅπλα λίνεα Her. льняные канаты.
Greek (Liddell-Scott)
λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν· (λίνον)· - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.· ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5· ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36· ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84· - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.
Spanish
Greek Monolingual
λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)
βλ. λινούς.
Greek Monotonic
λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνηρ. λινοῦς, -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, λινός, Λατ. lineus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
Middle Liddell
λῐ́νεος, η, ον λίνον
of flax, flaxen, linen, Lat. lineus, Hdt., Plat., etc.