λιπαράμπυξ: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υκος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au bandeau brillant;<br /><b>2</b> qui forme un cercle luisant ; gras.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[ἄμπυξ]]. | |btext=υκος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au bandeau brillant;<br /><b>2</b> qui forme un cercle luisant ; gras.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[ἄμπυξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐπᾰράμπυξ:''' ῠκος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[с блистающей повязкой]] (Μναμοσύνα Pind.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. [[блистательный]], [[сверкающий]] ([[Θασία]], sc. [[ἅλμη]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐπᾰράμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] λαμπρό κεφαλόδεσμο, [[μαντήλι]] κεφαλιού, σε Πίνδ. | |lsmtext='''λῐπᾰράμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] λαμπρό κεφαλόδεσμο, [[μαντήλι]] κεφαλιού, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,<br />with [[bright]] [[tiara]], Pind. | |mdlsjtxt=λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,<br />with [[bright]] [[tiara]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 3 October 2022
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ, with bright fillet or headband, Μναμοσύνα Pi.N.7.15; parodied by Ar.Ach.671 (lyr.), as epithet of fishsauce.
German (Pape)
[Seite 50] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
1 au bandeau brillant;
2 qui forme un cercle luisant ; gras.
Étymologie: λιπαρός, ἄμπυξ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰράμπυξ: ῠκος adj.
1) с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);
2) шутл. блистательный, сверкающий (Θασία, sc. ἅλμη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων.
English (Slater)
λῐπᾰράμπυξ with bright headband Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99)
Greek Monolingual
λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].
Greek Monotonic
λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο, μαντήλι κεφαλιού, σε Πίνδ.