μαψίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />vain, faux.<br />'''Étymologie:''' [[μάψ]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />vain, faux.<br />'''Étymologie:''' [[μάψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαψίδιος:''' и 2 (ῐδ)<br /><b class="num">1)</b> [[пустой]], [[бессмысленный]], [[ложный]] ([[φάτις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ничтожный]], [[жалкий]] (χθονὸς [[κόνις]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαψίδιος:''' -ον ([[μάψ]]), [[μάταιος]], [[λανθασμένος]], σε Ευρ., Θεόκρ.· [[άχρηστος]], [[ανάξιος]], σε Ανθ.· επίρρ. [[μαψιδίως]] = [[μάψ]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''μαψίδιος:''' -ον ([[μάψ]]), [[μάταιος]], [[λανθασμένος]], σε Ευρ., Θεόκρ.· [[άχρηστος]], [[ανάξιος]], σε Ανθ.· επίρρ. [[μαψιδίως]] = [[μάψ]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαψίδιος:''' и 2 (ῐδ)<br /><b class="num">1)</b> [[пустой]], [[бессмысленный]], [[ложный]] ([[φάτις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ничтожный]], [[жалкий]] (χθονὸς [[κόνις]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαψίδιος]], ον [μάψ]<br />[[vain]], false, Eur., Theocr.: [[useless]], [[worthless]], Anth.:—adv. [[μαψιδίως]], = μάψ, Hom.
|mdlsjtxt=[[μαψίδιος]], ον [μάψ]<br />[[vain]], false, Eur., Theocr.: [[useless]], [[worthless]], Anth.:—adv. [[μαψιδίως]], = μάψ, Hom.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψίδιος Medium diacritics: μαψίδιος Low diacritics: μαψίδιος Capitals: ΜΑΨΙΔΙΟΣ
Transliteration A: mapsídios Transliteration B: mapsidios Transliteration C: mapsidios Beta Code: mayi/dios

English (LSJ)

ον (also η, ον, v. infr.), (μάψ B) A vain, false, τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν E.Hel.251 (lyr.); γλῶσσα μ. Theoc.25.188; useless, worthless, μαψιδίη κόνις AP7.602 (Agath.). II in Hom. only Adv. μαψιδίως, = μάψ, thoughtlessly, at random, Il.5.374, al.; without reason, κεχολῶσθαι Od.7.310; rashly, recklessly, 2.58, 14.365; μ. ἀλάλησθε, of pirates, 3.72.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
vain, faux.
Étymologie: μάψ.

Russian (Dvoretsky)

μαψίδιος: и 2 (ῐδ)
1) пустой, бессмысленный, ложный (φάτις Hom.);
2) ничтожный, жалкий (χθονὸς κόνις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μαψίδιος: -ον, (μὰψ) μάταιος, ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· ἀνωφελής, οὐδενὸς ἄξιος, μαψιδίη κόνις Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· ἄνευ λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, ἀσκόπως, Β. 58, Ξ. 365.

Greek Monolingual

μαψίδιος, -ον και μαψίδιος, -η, -ον (Α)
1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ'ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.)
2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος.
επίρρ...
μαψιδίως
ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. λαθρ-ίδιος)].

Greek Monotonic

μαψίδιος: -ον (μάψ), μάταιος, λανθασμένος, σε Ευρ., Θεόκρ.· άχρηστος, ανάξιος, σε Ανθ.· επίρρ. μαψιδίως = μάψ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μαψίδιος, ον [μάψ]
vain, false, Eur., Theocr.: useless, worthless, Anth.:—adv. μαψιδίως, = μάψ, Hom.