φλήναφος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sot bavardage, sottise, niaiserie.<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ???
|btext=ου (ὁ) :<br />sot bavardage, sottise, niaiserie.<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ???
}}
{{elru
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[пустомеля]] Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[пустомеля]] Men.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc.
|mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλήνᾰφος Medium diacritics: φλήναφος Low diacritics: φλήναφος Capitals: ΦΛΗΝΑΦΟΣ
Transliteration A: phlḗnaphos Transliteration B: phlēnaphos Transliteration C: flinafos Beta Code: flh/nafos

English (LSJ)

ὁ, A idle talk, nonsense, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc. II babbler, ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.

German (Pape)

[Seite 1291] ὁ (vgl. φλεδών, φλῆνος, schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. φλήναφος, ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sot bavardage, sottise, niaiserie.
Étymologie: DELG langue fam., étym. obscure;
cf. φλάζω² ???

Russian (Dvoretsky)

φλήνᾰφος:
1) тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;
2) пустомеля Men.

Greek (Liddell-Scott)

φλήνᾰφος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ματαιολογία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, ἡ πρόνοια δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, μωρολόγος, ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί
αρχ.
φλυαρία, μωρολογία.
επίρρ...
φληνάφως Α
με φληναφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην- / φλᾱν- το οποίο πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- / bhle-u- τών ρ. φλέω, φλύω και έχει πιθ. προέλθει είτε από μια μορφή bhlē- της ρίζας είτε από μια μορφή bhl - (με μακρό το φωνηεντικό -l- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο ένθημα -n-. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ούτε ο τρόπος σχηματισμού ούτε η σχέση μεταξύ τών τ. φλήναφος και φληναφῶ. Κατά μία άποψη, αρχαιότερο είναι το ρ. φληναφῶ (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. φλήναφος), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. φληνύω και ἁφῶ «αγγίζω, ψηλαφώ» (βλ. και λ. ψηλαφώ, μηλαφώ). Κατ' άλλη, αντίθετη, άποψη, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ο τ. φλήν-αφος, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το θ. φλην / φλᾱν- με το επίθημα -αφος του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κόλ-αφος, οὔλ-αφος). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η λ. φλήναφος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την ίδια την ενέργεια (πρβλ. φλύαρος, φλύαξ)].

Greek Monotonic

φλήνᾰφος: ὁ (φλέω), ανόητη κουβέντα, μωρολογία, σε Λουκ.

Middle Liddell

φλήνᾰφος, ὁ, φλέω
idle talk, nonsense, Luc.