ἀνίερος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non consacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱερός]]. | |btext=ος, ον :<br />non consacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱερός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνίερος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неосвященный]] ([[νόθος]] καὶ ἀ. [[παῖς]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[не принесший жертвы]], [[не очистившийся жертвоприношениями]] ([[κούρα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[нечестивый]], [[безбожный]] ([[θράσος]] Aesch.; [[ὁμιλία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνίερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ανόσιος]], μη [[αγιασμένος]], [[βέβηλος]], σε Αισχύλ.· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, [[ανίερος]] εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μη καθιερωμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀνίερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ανόσιος]], μη [[αγιασμένος]], [[βέβηλος]], σε Αισχύλ.· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, [[ανίερος]] εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μη καθιερωμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[unholy]], [[unhallowed]], Aesch.; [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων [[unhallowed]] [[because]] of unoffered sacrifices, Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[unconsecrated]], Plat. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[unholy]], [[unhallowed]], Aesch.; [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων [[unhallowed]] [[because]] of unoffered sacrifices, Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[unconsecrated]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον,
A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων = unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.
II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).
2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.
II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.
III adv. ἀνιέρως = sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.
German (Pape)
[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non consacré.
Étymologie: ἀ, ἱερός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίερος:
1) неосвященный (νόθος καὶ ἀ. παῖς Plat.);
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями (κούρα Eur.);
3) нечестивый, безбожный (θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίερος, -ον)
ανόσιος, βέβηλος, αυτός που δεν σέβεται τα ιερά
μσν.
1. ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα
2. ο μη χριστιανός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες
2. (για εξώγαμα παιδιά) μη νόμιμος.
Greek Monotonic
ἀνίερος: -ον, I. ανόσιος, μη αγιασμένος, βέβηλος, σε Αισχύλ.· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, ανίερος εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.
II. μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
I. unholy, unhallowed, Aesch.; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of unoffered sacrifices, Eur.
II. unconsecrated, Plat.