ἀοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhabité, inhabitable;<br /><b>2</b> sans maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhabité, inhabitable;<br /><b>2</b> sans maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοίκητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необитаемый]], [[безлюдный]] ([[Λιβύη]] Her.; [[χώρα]] Isocr.; [[πόλις]] Plat.; τόποι Arst.; [[ἐρημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[бездомный]] (ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. [[ἑστώς]] Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄοικος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀοίκητος:''' -ον ([[οἰκέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ακατοίκητος]], αυτός που [[είτε]] δεν κατοικείται από ανθρώπους [[είτε]] είναι [[απρόσφορος]] ως [[τόπος]] κατοικίας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀοίκητος:''' -ον ([[οἰκέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ακατοίκητος]], αυτός που [[είτε]] δεν κατοικείται από ανθρώπους [[είτε]] είναι [[απρόσφορος]] ως [[τόπος]] κατοικίας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοίκητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необитаемый]], [[безлюдный]] ([[Λιβύη]] Her.; [[χώρα]] Isocr.; [[πόλις]] Plat.; τόποι Arst.; [[ἐρημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[бездомный]] (ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. [[ἑστώς]] Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄοικος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοίκητος Medium diacritics: ἀοίκητος Low diacritics: αοίκητος Capitals: ΑΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: aoíkētos Transliteration B: aoikētos Transliteration C: aoikitos Beta Code: a)oi/khtos

English (LSJ)

ον, A uninhabited, ἀ. καὶ ἔρημος ἡ Λιβύη Hdt.2.34, cf. 5.10, Pl.Lg.778b; uninhabitable, Arist.Mete.362b9. II houseless, ποιεῖν τινα ἀοίκητον banish one from home, D.45.70, cf. Luc.Gall.17.

Spanish (DGE)

-ον
1 deshabitado, desierto ἀ. ... καὶ ἔρημος ἡ ... Λιβύη Hdt.2.34, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα las regiones deshabitadas del Norte Hdt.5.10, πόλις Pl.Lg.778b, LXX De.13.17, OGI 669.40 (I d.C.), ἀ. ... ἦν ἡ Λακεδαίμων Lys.Fr.7.3, πέτρα Babr.12.20, χώρα Archim.Aren.1 (p.134.5), γῆ LXX Io.13.3, οἶκος LXX Ib.8.14, διώδευσαν ἔρημον ἀ. LXX Sap.11.2, οἰκία POsl.111.132, τὰ ἄκρα (τῶν Ἄλπεων) Plb.2.15.10, ἀκρωτήριον Philostr.VA 5.3, de los círculos polares, Ach.Tat.Intr.Arat.29.
2 inhabitable de ciudad con leyes atrasadas, Isoc.15.22, τὰ θ' ὑπὸ τὴν ἄρκτον ὑπὸ ψύχους ἀοίκητα las regiones próximas al polo son inhabitables a causa del frío Arist.Mete.362b9.
3 que no tiene medios económicos ἀοίκητον δὲ τὸν Ἀρχεδήμου παῖδα ... πεποίηκας has dejado en la calle al hijo de Arquedemo D.45.70.

German (Pape)

[Seite 272] unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀνοίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhabité, inhabitable;
2 sans maison.
Étymologie: , οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀοίκητος:
1) необитаемый, безлюдный (Λιβύη Her.; χώρα Isocr.; πόλις Plat.; τόποι Arst.; ἐρημία Plut.);
2) бездомный (ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. ἑστώς Luc. - v.l. ἄοικος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοίκητος: -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, ἀκατοίκητος, ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· ἀοίκητος καὶ ἐρῆμοςΛιβύη Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκίας, ἀνέστιος, ποιεῖν τινα ἀοίκητον, ἐξορίζω τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἐνταῦθα ἄοικος)· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.

Greek Monolingual

ἀοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος
2. μη κατοικήσιμος
3. άστεγος, ξεσπιτωμένος
4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» — εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του.

Greek Monotonic

ἀοίκητος: -ον (οἰκέω
I. ακατοίκητος, αυτός που είτε δεν κατοικείται από ανθρώπους είτε είναι απρόσφορος ως τόπος κατοικίας, σε Ηρόδ.
II. άστεγος, ανέστιος, σε Δημ.

Middle Liddell

οἰκέω
I. uninhabited, Hdt.
II. houseless, Dem.

English (Woodhouse)

uninhabited

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)