ἀστάθμητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σταθμάω]].
|btext=ος, ον :<br />non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σταθμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστάθμητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неустойчивый]], [[подвижный]] (ἀστέρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[непостоянный]], [[изменчивый]] ([[ἄνθρωπος]] Arph.; [[δῆμος]] Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[шаткий]], [[ненадежный]], [[непрочный]] ([[αἰών]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστάθμητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неустойчивый]], [[подвижный]] (ἀστέρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[непостоянный]], [[изменчивый]] ([[ἄνθρωπος]] Arph.; [[δῆμος]] Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[шаткий]], [[ненадежный]], [[непрочный]] ([[αἰών]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστάθμητος Medium diacritics: ἀστάθμητος Low diacritics: αστάθμητος Capitals: ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: astáthmētos Transliteration B: astathmētos Transliteration C: astathmitos Beta Code: a)sta/qmhtos

English (LSJ)

ον, unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀστάθμητος αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀστάθμητον τοῦ μέλλοντος = the uncertainty of the future Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. ἀσταθμήτως D.Chr.4.122.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de movimiento no constante o irregular ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas X.Mem.4.7.5, ἀστάθμητον στῆθος pecho jadeante Charito 6.4.5
fig. que no se está quieto, inquieto ἄνθρωπος ὄρνις ἀ. Ar.Au.169
inconstante οἱ κακοί Pl.Ly.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.Cic.18.
2 impreciso, no fiable σταθμή D.Chr.67.2
fig. incierto, imprevisible αἰών E.Or.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, αἰτία Porph.Abst.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9
τὸ ἀστάθμητον = la incertidumbre, la imprevisibilidad τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.
II adv. ἀσταθμήτως = de una manera incierta φέρεται D.Chr.4.122.

German (Pape)

[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: , σταθμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀστάθμητος:
1) неустойчивый, подвижный (ἀστέρες Xen.);
2) непостоянный, изменчивый (ἄνθρωπος Arph.; δῆμος Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);
3) шаткий, ненадежный, непрочный (αἰών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστάθμητος, -ον) σταθμώ
1. ο αζύγιστος
2. ο αβαρής
3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)
4. ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. ο κινητός, ο άστατος
2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστάθμητον
η αβεβαιότητα.

Greek Monotonic

ἀστάθμητος: -ον (σταθμάομαι), ασταθής, άστατος, ἀστέρες, σε Ξεν.· ὁ δῆμος ἀστάθμητον πρᾶγμα, σε Δημ.· αβεβαιότητα της ζωής, σε Ευρ.· τὸ ἀστάθμητον, το αβέβαιο, σε Θουκ.

Middle Liddell

[σταθμάομαι]
unsteady, unstable, ἀστέρες Xen.; ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Dem.: uncertain of life, Eur.; τὸ ἀστάθμητον uncertainty, Thuc.

English (Woodhouse)

changeable, fickle, unstable, not to be depended on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)