ἐπισπαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дверное кольцо]], [[скоба]] (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[бечева]], [[стягивающая рыболовную или звероловную сеть]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μάνταλο]] ή [[χερούλι]], [[λαβή]] με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ψαρέματος ή [[πετονιά]], [[παλαμάρι]] ψαρά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπισπαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μάνταλο]] ή [[χερούλι]], [[λαβή]] με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ψαρέματος ή [[πετονιά]], [[παλαμάρι]] ψαρά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дверное кольцо]], [[скоба]] (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[бечева]], [[стягивающая рыболовную или звероловную сеть]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπισπαστήρ]], ῆρος, [from [[ἐπισπάω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[latch]] or [[handle]] by [[which]] a [[door]] is pulled to, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[angler]]'s rod or [[line]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐπισπαστήρ]], ῆρος, [from [[ἐπισπάω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[latch]] or [[handle]] by [[which]] a [[door]] is pulled to, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[angler]]'s rod or [[line]], Anth.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστήρ Medium diacritics: ἐπισπαστήρ Low diacritics: επισπαστήρ Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: epispastḗr Transliteration B: epispastēr Transliteration C: epispastir Beta Code: e)pispasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123. II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστήρ: ῆρος ὁ
1) дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);
2) бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].

Greek Monotonic

ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπισπαστήρ, ῆρος, [from ἐπισπάω
I. the latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.
II. the angler's rod or line, Anth.