ἡγεμονικός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à diriger, à conduire ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l'âme, la faculté directrice <i>ou</i> maîtresse, la raison;<br /><b>2</b> propre à commander ; qui concerne le chef;<br /><i>Cp.</i> ἡγεμονικώτερος, <i>Sp.</i> ἡγεμονικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à diriger, à conduire ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l'âme, la faculté directrice <i>ou</i> maîtresse, la raison;<br /><b>2</b> propre à commander ; qui concerne le chef;<br /><i>Cp.</i> ἡγεμονικώτερος, <i>Sp.</i> ἡγεμονικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡγεμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный]] (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν [[φιλίαν]], πρὸς τὰ [[πονηρά]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный руководить]], [[умеющий управлять]] ([[φύσις]] τινός Plat.; [[ἀνήρ]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пользующийся авторитетом]] (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[руководящий]], [[ведущий]] (τέχναι Plat.; [[ἐπιστήμη]] Arst.; [[τάξις]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> (= лат. [[imperatorius]]) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ [[ἄνδρες]] Plut. - ср. 2). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡγεμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κατάλληλος]] να προηγείται ή να οδηγεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[ικανός]] να διοικεί, ο [[κυβερνητικός]], ο [[αρχηγικός]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του Ρωμ. Consularis, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἡγεμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κατάλληλος]] να προηγείται ή να οδηγεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[ικανός]] να διοικεί, ο [[κυβερνητικός]], ο [[αρχηγικός]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του Ρωμ. Consularis, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἡγεμονικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[ready]] to [[lead]] or [[guide]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> fit to [[command]], [[authoritative]], [[leading]], Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> = Rom. Consularis, Plut. | |mdlsjtxt=[[ἡγεμονικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[ready]] to [[lead]] or [[guide]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> fit to [[command]], [[authoritative]], [[leading]], Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> = Rom. Consularis, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of a leader or for a leader, ready to lead or ready to guide, πρός τι X.Mem.2.3.14 (Comp.); πρὸς τὰ πονηρά Id.Cyr.2.2.25; κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου Gp.4.13.4; ἡγεμονικὸς τόπος vital spot, Vett.Val.38.13. II capable of command, authoritative, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡ. X.Smp.8.16; ἡγεμονικὴ φύσις Philol.11; ἡ. τὴν φύσιν Pl.Phdr.252e; ἡ. τέχναι Id.Phlb.55d; οἱ κατ' ἀρετὴν ἡ. πρὸς πολιτικὴν ἀρχήν Arist.Pol.1288a12; τὸ ἄρρεν . . τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον ib.1259b2; ἡγεμονικωτάτη [ἐπιστήμη] Id.Metaph.996b10; ἡγεμονικὸς καὶ πολιτικὸς βίος (sc. τῆς πόλεως) Id.Pol.1327b5; ζῴδια viz. Aries, Leo, Sagittarius, Cat.Cod.Astr.1.165, Ptol.Tetr.34; ἡγεμονικόν, authoritative, of knowledge, Pl.Prt.352b; τὸ ἡγεμονικόν the authoritative part of the soul (reason), especially in Stoic philosophy, Zeno Stoic.1.39, etc.; but also, the governing part of the universe, of the aether or sun, Chrysipp.Stoic.2.186,192, Cleanth.ib.1.112. Adv. ἡγεμονικῶς like a leader, opp. δεσποτικῶς, Arist.Fr.658; ἡ. καὶ βασιλικῶς Plb.2.64.6, cf. Procl.in Alc.p.52C.: Comp. ἡγεμονικώτερον more like an emperor, J.AJ19.4.2. 2 = Lat. consularis, Plu.Pomp.26. 3 of or belonging to the prefect of Egypt, ὑπηρέτης CPR18.35 (ii A.D.); πλοῖα POxy.2116.1 (iii A.D.). 4 ἡγεμονικά, τά, payment to a ἡγεμών, ἐδίδοτο Κλέωνι ἐν 'Αλεξανδρείᾳ ἡ… καὶ σῖτος ἀκόλουθος PLond.ined. 2089 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à diriger, à conduire ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l'âme, la faculté directrice ou maîtresse, la raison;
2 propre à commander ; qui concerne le chef;
Cp. ἡγεμονικώτερος, Sp. ἡγεμονικώτατος.
Étymologie: ἡγεμών.
Russian (Dvoretsky)
ἡγεμονικός:
1) способный (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν φιλίαν, πρὸς τὰ πονηρά Xen.);
2) способный руководить, умеющий управлять (φύσις τινός Plat.; ἀνήρ Xen., Plut.);
3) пользующийся авторитетом (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);
4) руководящий, ведущий (τέχναι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; τάξις Plut.);
5) (= лат. imperatorius) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ ἄνδρες Plut. - ср. 2).
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἡγεμόνα, ἕτοιμος, ἐπιτήδειος πρὸς ὁδηγίαν, πρὸς τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 14· πρὸς τὰ πονηρὰ ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 2, 25. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ διοικήσῃ, κυβερνητικός, ἀρχικός, Λατ. princeps, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡγ. ὁ αὐτ. Συμπ. 8, 16· ἡγ. φύσις Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν Πλάτ. Φαίδρ. 252Ε· ἡγ. τέχνη ὁ αὐτ. Φιλήβ. 55D· οἱ κατ’ ἀρετὴν ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 17, 4· τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον αὐτόθι 1. 12, 1· ἡγ. καὶ πολιτικὸς βίος αὐτόθι 7. 6, 7· -ἡγεμονικόν, κυβερνητική, ἡγεμονικὴ ἀρχή, Πλάτ. Πρωτ. 352Β· τὸ ἡγεμονικόν, τὸ κυβερνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς (ὁ νοῦς, τὸ λογικόν), Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 159, πρβλ. Πλούτ. 2. 898F, πρβλ. Cic. N. D. 2. 11. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ἡγεμόνος, στρατηγοῦ, στρατηγικῶς, ἀντίθετον δεσποτικῶς, Ἀριστ. Πολ. Ἀποσπ. 81. 2) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Consularis, Πλούτ. Πομπ. 26.
Greek Monotonic
ἡγεμονικός: -ή, -όν,
I. ο κατάλληλος να προηγείται ή να οδηγεί, σε Ξεν.
II. 1. ο ικανός να διοικεί, ο κυβερνητικός, ο αρχηγικός, στον ίδ. κ.λπ.
2. χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. Consularis, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἡγεμονικός, ή, όν
I. ready to lead or guide, Xen.
II. fit to command, authoritative, leading, Xen., etc.
2. = Rom. Consularis, Plut.