ἕκητι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. et épq. c.</i> [[ἕκατι]].
|btext=<i>ion. et épq. c.</i> [[ἕκατι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκητι:''' дор.-поэт. [[ἕκατι|ἕκᾱτι]] praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> [[по милости]], [[по воле]] ([[Διός]] Hom.; Παλλάδος καὶ Λοξίου Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> из-за, по поводу (κεδνῶν πραγμάτων Aesch.; ἔργου [[τοῦδε]] Soph.; γάμων ἕ. τῶν Ἰάσονος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[что касается]]: πλήθους ἕ. Aesch. что касается количества; [[ἐμεῦ]] μὲν ἕ. Anth. что до меня, по мне (хоть …).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκητι:''' Δωρ. και Αττ. ἕκᾰτι·<br /><b class="num">I.</b> μέσω, διαμέσου, εξαιτίας, με την [[αρωγή]], με τη [[βοήθεια]], Διὸς [[ἕκητι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἕνεκα]], εξαιτίας, για λογαριασμό, [[χάριν]], σε Τραγ.· επίσης, ως προς, Λατ. [[quod]] attinet ad, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἕκητι:''' Δωρ. και Αττ. ἕκᾰτι·<br /><b class="num">I.</b> μέσω, διαμέσου, εξαιτίας, με την [[αρωγή]], με τη [[βοήθεια]], Διὸς [[ἕκητι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἕνεκα]], εξαιτίας, για λογαριασμό, [[χάριν]], σε Τραγ.· επίσης, ως προς, Λατ. [[quod]] attinet ad, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκητι:''' дор.-поэт. [[ἕκατι|ἕκᾱτι]] praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> [[по милости]], [[по воле]] ([[Διός]] Hom.; Παλλάδος καὶ Λοξίου Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> из-за, по поводу (κεδνῶν πραγμάτων Aesch.; ἔργου [[τοῦδε]] Soph.; γάμων ἕ. τῶν Ἰάσονος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[что касается]]: πλήθους ἕ. Aesch. что касается количества; [[ἐμεῦ]] μὲν ἕ. Anth. что до меня, по мне (хоть …).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:23, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκητι Medium diacritics: ἕκητι Low diacritics: έκητι Capitals: ΕΚΗΤΙ
Transliteration A: hékēti Transliteration B: hekēti Transliteration C: ekiti Beta Code: e(/khti

English (LSJ)

Dor. ἕκᾱτι (so always used by Trag., as E.Or.26,al.): prob. an old case-form, used adverbially, but always with a gen., which usually precedes, A by the will of, by means of, by virtue of, Hom. only in Od. (in Il. he uses ἰότητι, but cf. ἀέκητι), and always of gods, Διός..ἕκητι by the grace or aid of Zeus, Od.20.42; Ἑρμείαο ἕ. 15.319; Ἀπόλλωνός γε ἕ. 19.86; Διὸς ἕ. B.1.6; Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι A.Eu.759, cf. Ch.214; ἕ. μὲν δαιμόνων, ἕ. δ' ἀμᾶν χερῶν ib.436 (lyr.). II in Lyr. and Trag. of things, 1 on account of, for the sake of, ἕκατι ποδῶν Pi.N.8.47; κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων A.Ch. 701; ἀρετῆς ἕ. S.Ph.669, cf. Tr.274,353; γάμων ἕ. E.Med.1235: in Com., ὧν ἕ. τοῦτ' ἔδωκε Telecl.41.4. 2 as to, πλήθους ἕ. A.Pers. 337; κελευμάτων δ' ἕ. E.Cyc.655; ἐμεῦ μὲν ἕκητι so far as I am concerned, AP11.361.7 (Autom.); ἕκητ' ἀλκῆς as far as strength goes, Herod.2.77: in later Prose, βιβλίων ἕ. Jul. Or.3.124a, cf.119c. III = χωρίς, Hsch. (Perh. cogn. with ἑκών.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἕκᾱτι Pi.O.4.9, B.1.116, 5.33, 17.7, E.Or.26, Telecl.44; Ϝέκᾱτι Alcm.59(a); ἔκητι Herod.2.77
antiguo caso utilizado como prep. c. gen., gener. pospuesta
1 por voluntad de, por gracia de, con la ayuda de c. gen. de dioses Διὸς μεγάλοιο ἕ. Hes.Op.4, cf. B.1.116, Διός τε σέθεν τε ἕ. Od.20.42, Ἑρμείαο ἕ. Od.15.319, cf. h.Ven.147, Ἀπόλλωνός γε ἕ. Od.19.86, Κύπριδος Ϝέκατι Alcm.l.c., θεῶν ... ἕ. Archil.95.2, cf. Ar.Lys.306, Χαρίτων θ' ἕ. Pi.l.c., κυανοπλοκάμου θ' ἕ. Νίκας B.5.33, κλυτᾶς ἕ. πελεμαίγιδος Ἀθάνας B.17.7, Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕ. καὶ τοῦ ... Σωτῆρος A.Eu.759, ἕ. δαιμόνων A.Ch.214, cf. 436.
2 a causa de, por c. gen. de pers. τῆς κόρης ταύτης ἕ. S.Tr.353, Ἀγαμέμνονος θ' ἕ. παῖδ' ἐμὸν κτανεῖν E.Hec.1198, prov. ἕ. Συλοσῶντος εὐρυχωρίη por la gracia de Silosonte hay desahogo Heraclid.Lemb.Pol.34, cf. Zen.Ath.21
c. gen. de cosas y abstr. ἕ. ποδῶν εὐωνύμων Pi.N.8.47, ἕ. βαρβάρων A.Pers.337, τοιῶνδ' ἕ. κληδόνων παλιγκότων A.A.874, ἕ. ἁμᾶν χερῶν por nuestras propias manos A.Ch.437, τόλμης ἕ. κἀκδίκου φρονήματος A.Ch.996, κακῶν δ' ἕ. κἐγένοντο a consecuencia del mal nacieron A.Eu.71, κελευσμάτων δ' ἕ. τυφέσθω Κύκλωψ E.Cyc.655, ἔργου δ' ἕ. τοῦδε μηνίσας ἄναξ S.Tr.274, γάμων ἕ. τῶν Ἰάσονος E.Med.1235, cf. 1338, IA 493, Lyc.60, ὧν δ' ἕ. debido a lo cual E.Or.26, cf. Telecl.44, Orph.L.691, E.Med.719, τίνος ἕ. νιν κτενεῖς E.IA 1166, πόνου γ' ἕ. E.Hel.1182, μηδενὸς ἕ. sin causa alguna Theag.1 (p.191), ἕ. ῥημάτων Luc.Pisc.3, δόξας ἕ. IG 12(8).441b.17 (Tasos II a.C.), γένους τε ἕ. καὶ ἀρετῆς IG 22.4006 (III d.C.).
3 en cuanto a, en lo referente a ἕ. ἀλκῆς en cuanto a fuerza Herod.l.c., ἐμεῦ μὲν ἕ. en lo que a mí respecta, AP 11.361 (Autom.), μουσεῖον ... ἀποφῆναι βιβλίων ἕ. τὴν Γαλατίαν que en lo que toca a libros la Galia parecía un museo Iul.Or.2.124a, cf. 119c.
4 ἕ.· χωρίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 759] (eine alte Dativform, mit ἑκών, ἕκηλος verwandt, vgl. Apoll. p. 497), dor. u. att. ἕκατι; Hom. von den Göttern, Διὸς ἕκητι, Ἀπόλλωνος, Ἑρμείαο ἕκητι, durch die Gnade, nach dem Willen des Zeus, Od. 15, 319. 19, 86. 20, 42; Διὸς μεγάλοιο ἕκητι Hes. O. 4; Pind. u. die Tragg. stellen es auch vor den gen., ἕκατι δαιμόνων Aesch. Ch. 212, ἕκ. Κάστορος Pind. P. 5, 9, u. verbinden es mit andern Dingen in der Bdtg wegen, um – willen, τοιῶνδ' ἕκατι κλῃδόνων Aesch. Ag. 848, κεδνῶν ἕκ. πραγμάτων Ch. 690; Eum. 71; ἀρετῆς ἕκατι Soph. Phil. 665, vgl. Trach. 273; ἕκατι γάμων Eur. Med. 1235; στεφάνων Pind. P. 10, 58; ὧν δ' ἕκατι τοῦτ' ἔδωκε Teleclid. bei Plut. Nic. 4; ἕμεῦ μὲν ἕκητι, meinetwegen, Automed. 9 (XI, 361).

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἕκατι.

Russian (Dvoretsky)

ἕκητι: дор.-поэт. ἕκᾱτι praep. cum gen.
1) по милости, по воле (Διός Hom.; Παλλάδος καὶ Λοξίου Aesch.);
2) из-за, по поводу (κεδνῶν πραγμάτων Aesch.; ἔργου τοῦδε Soph.; γάμων ἕ. τῶν Ἰάσονος Eur.);
3) что касается: πλήθους ἕ. Aesch. что касается количества; ἐμεῦ μὲν ἕ. Anth. что до меня, по мне (хоть …).

Greek (Liddell-Scott)

ἕκητι: Δωρ. ἕκατι, (οὗτοςτύπος ἦτο ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τραγικοῖς, Πόρσων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 26). Ἴδε ἕκηλος: ― πιθαν. ἀρχαία δοτικὴ ἐν ἐπιρρηματικῇ χρήσει, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ γενικῆς ἥτις συνήθως προηγεῖται, σημαίνει δὲ: ἕνεκα, χάριτι, τῇ θελήσει, τῇ ἀρωγῇ, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. (ἐπειδὴ ἐν τῇ Ἰλιάδ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸ ἰσοδύναμον ἰότητι), καὶ πάντοτε ἐπὶ θεῶν, Διὸς... ἕκητι Ὀδ. Υ. 42· Ἑρμείαο ἕκ. Ο. 319· Ἀπόλλωνός γε ἕκ. Τ. 86· Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι Αἰσχύλ. Εὐμ. 759. ΙΙ. ὁ Πίνδ. ἐνίοτε προτάσσει αὐτὸ τοῦ πτωτικοῦ, καὶ ὡς οἱ μετ’ αὐτὸν ποιηταὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ πραγμάτων, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἕνεκα. 1) ἐξ αἰτίας, ἕνεκα, χάριν..., ἕκατι ποδῶν Πινδ. Ν. 8. 81 κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων Αἰσχύλ. Χο. 701, πρβλ. 214, 436, κτλ. ἀρετῆς ἕκ. Σοφ. Φ. 669, πρβλ. Τρ. 274, 353· γάμων ἔκ Εὐρ. Μήδ. 1235. 2) παρὰ Τραγ. σημαίνει προσέτι: ὡς πρός, Λατ. quod attinet ad, πλήθους ἕκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 337 κελευμάτων δ’ ἕκ. Εὐρ. Κύκλ. 655.

English (Autenrieth)

(ϝέκητι): by the will or grace (of a god). (Od.)

Greek Monolingual

ἕκητι (AM)
επίρρ. αρχ.-μσν. χωρίς
αρχ.
1. (για πρόσ. και κυρίως θεούς) με την εύνοια ή τη χάρη κάποιου
2. (για άψυχα) για χάρη κάποιου
3. όσον αφορά σε κάτι.

Greek Monotonic

ἕκητι: Δωρ. και Αττ. ἕκᾰτι·
I. μέσω, διαμέσου, εξαιτίας, με την αρωγή, με τη βοήθεια, Διὸς ἕκητι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. ἕνεκα, εξαιτίας, για λογαριασμό, χάριν, σε Τραγ.· επίσης, ως προς, Λατ. quod attinet ad, σε Αισχύλ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: by the will of, for the sake of (Od.),
Other forms: ἕκατι
Compounds: ἀέκητι against the will (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯eḱ- will, want
Etymology: To ἑκα-, ἑκών and ἀέκων with unclear formation. See Leumann Hom. Wörter 251ff. for (θεῶν) ἀεκόντων created after (θεῶν) ἰότητι. - Older views in Leumann l.c. and Schwyzer 550 n. 8; s. also Björck Alpha impurum 122f.

Middle Liddell


I. by means of, by virtue of, by the aid of, Διὸς ἕκητι Od., etc.
II. = ἕνεκα, on account of, for the sake of, Trag.: also, as to, Lat. quod attinet ad, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

ἕκητι: {hékēti}
Forms: ἕκατι
Meaning: nach dem Willen, um willen, wegen (poet. seit Od.),
Composita: ἀέκητι gegen den Willen (Hom., Hes. Th. 529, B. 18, 9 [-α-], A. R.).
Etymology: Zu ἑκα-, ἑκών bzw. ἀέκων mit unklarer Bildungsweise. Nach Leumann Hom. Wörter 251ff. wurde (θεῶν) ἀέκητι zuerst von einem Rhapsoden für (θεῶν) ἀεκόντων nach dem Gegenstück (θεῶν) ἰότητι geschaffen; im Anschluß daran entstand ἕκητι, das von der Odyssee aus in der dorischen und dorisierenden Chorlyrik, endlich auch in der Tragödie einen erweiterten Gebrauch fand. — Referat älterer Erklärungsversuche bei Leumann a. a. O. und Schwyzer 550 A. 8; s. auch Björck Alpha impurum 122f.
Page 1,477