ὀπωπή: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vue, action de voir;<br /><b>2</b> vue, regard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vue, action de voir;<br /><b>2</b> vue, regard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπωπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[видение]], [[узрение]]: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;<br /><b class="num">2)</b> [[зрение]]: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ. | |lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀπωπή]], ἡ, [[ὄπωπα]] [poetic for [[ὄψις]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sight]] or [[view]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[sight]], [[power]] of [[seeing]], Od. | |mdlsjtxt=[[ὀπωπή]], ἡ, [[ὄπωπα]] [poetic for [[ὄψις]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sight]] or [[view]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[sight]], [[power]] of [[seeing]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ὄπωπα) poet. for ὄψις, A a sight or view, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97. 2 outward appearance, μετεβάλλετ' ὀπωπάν Erinn.in PSI9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. Nonn.D.2.60, al. II sight, power of seeing, ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512. 2 eyeball, A.R.2.109 : pl., ib.445; but, eyes, Id.3.1023,4.1670, Opp.C.3.75.
German (Pape)
[Seite 364] das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vue, action de voir;
2 vue, regard.
Étymologie: ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωπή: ἡ
1) видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;
2) зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωπή: ἡ, (ὄπωπα) Ποιητ. ἀντὶ ὄψις, θέα, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ὅρασις, χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ ὀφθαλμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, αὐτόθι 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.
English (Autenrieth)
(ὄπωπα): sight, power of vision, Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the view,’ ‘thine eyes have seen,’ Od. 3.97.
Greek Monolingual
ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση της όρασης
4. ο βολβός του οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].
Greek Monotonic
ὀπωπή: ἡ (ὄπωπα), ποιητ. αντί ὄψις,
I. θέα ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.
II. όραση, η ικανότητα του να βλέπει κάποιος, στο ίδ.
Middle Liddell
ὀπωπή, ἡ, ὄπωπα [poetic for ὄψις
I. a sight or view, Od.
II. sight, power of seeing, Od.