ὀλιγάρχης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[oligarque]], membre | |btext=ου (ὁ) :<br />[[oligarque]], membre d'un gouvernement oligarchique.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀρχή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:39, 4 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, oligarch, of the decemviri, D.H.11.43.
German (Pape)
[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oligarque, membre d'un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.
Greek Monolingual
ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.
Greek Monotonic
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.