ζύγαστρον: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζύγαστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] κατασκευασμένο από σανίδες [[στερεά]] ενωμένες [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παρὰ Δελφοῖς δὲ [[ζύγαστρον]] | |mltxt=[[ζύγαστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] κατασκευασμένο από σανίδες [[στερεά]] ενωμένες [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παρὰ Δελφοῖς δὲ [[ζύγαστρον]] καλεῖται τὸ [[γραμματοφυλάκιον]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζύγαστρα λάρνακος» — το [[κάλυμμα]] ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] ([[πρβλ]]. [[δέπαστρον]]-[[δέπας]], [[κάναστρον]]-[[κανούν]]) [[κατά]] το [[πρότυπο]] [[στέγαστρον]]-[[στεγάζω]]-[[στέγη]], [[χωρίς]] όμως τη [[μεσολάβηση]] ρήματος (π.χ. <i>ζυγάζω</i>). Η σημ. της λέξης από το ρ. [[ζυγώ]](-<i>όω</i>) «[[κλείνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 13 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], τό, A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in plural, fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.
German (Pape)
[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.
Greek Monolingual
ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῖς δὲ ζύγαστρον καλεῖται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].
Greek Monotonic
ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.
Middle Liddell
ζῠ́γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.
Frisk Etymology German
ζύγαστρον: {zúgastron}
Grammar: n.
Meaning: hölzerne Kiste, Kästchen (S., E., X., Delphi IV-IIIa) mit ζυγάστριον (Poll.).
Etymology: Zur Bildung vgl. δέπαστρον: δέπας, κάναστρον: κανοῦν u. a. nach Muster von στέγαστρον: στεγάζω: στέγη u. a. mit Überspringung des vermittelnden Verbs (Chantraine Formation 333f.), somit eher direkt von ζυγόν als von *ζυγάζω, wohl nach dem verbindenden oder verschließenden Querholz ("παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι" Phot.; vgl. Bechtel Dial. 2, 155). — Verfehlt Ehrlich KZ 40, 375.
Page 1,614