στόμιο: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις | |mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] του χαλινού που τοποθετείται στο [[στόμα]] του αλόγου, η [[στομίδα]] («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[δύναμη]] επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται [[τἀμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φορβειά]]<br /><b>7.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] του λαιμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[στόμιον]] Τροίας» — ο [[στρατός]] τών Αχαιών που πολιορκούσε την [[Τροία]] και περιόριζε τους κατοίκους της. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 13 October 2022
Greek Monolingual
το / στόμιον, ΝΜΑ στόμα
1. άνοιγμα, οπή, είσοδος (α. «στόμιο σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον», Σοφ.)
2. ανατ. πόρος ή τρήμα το οποίο αποτελεί την αρχή ή το τέλος σωλήνα ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία κοιλότητα με άλλη ή γίνεται επικοινωνία μιας κοιλότητας προς τα έξω (α. «στόμιο της ουρήθρας» β. «στόμιον γαστρός», Νίκ.
γ. «στόμιον τῆς ὑστέρας», Σωρ.
δ. «στόμιον τῆς κύστεως». Γαλ.)
3. φρ. α) «στόμιο(ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού
β) «στόμιο(ν) διώρυγος» — η είσοδος σε διώρυγα
αρχ.
1. μικρό στόμα («στομίοισι δυσαλθές», Νίκ.)
2. σπήλαιο («ὦ μέγα ναίων στόμιον», Αισχύλ.)
3. υποδοχή μοχλού («στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε», Ανθ. Παλ.)
4. το σιδερένιο τμήμα του χαλινού που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, η στομίδα («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», Ηρόδ.)
5. μτφ. δύναμη επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται τἀμά», Σοφ.)
6. φορβειά
7. γυναικείο κόσμημα του λαιμού
8. φρ. «στόμιον Τροίας» — ο στρατός τών Αχαιών που πολιορκούσε την Τροία και περιόριζε τους κατοίκους της.