σηκάζω: Difference between revisions
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σηκάζω]], fut. -σω [[σηκός]]<br />to [[shut]] up in a pen: Pass., [[σήκασθεν]] (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] were cooped up in [[Ilium]], Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen. | |mdlsjtxt=[[σηκάζω]], fut. -σω [[σηκός]]<br />to [[shut]] up in a pen: Pass., [[σήκασθεν]] (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] were cooped up in [[Ilium]], Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μαντρώνω, [[περικλείω]]). Ἀπό τό [[σηκός]] (=μάντρα, [[ἱερός]] [[περίβολος]]) πού παράγεται ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
English (LSJ)
(σηκός) shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.
German (Pape)
[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
French (Bailly abrégé)
enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
Russian (Dvoretsky)
σηκάζω: σηκός досл. загонять в стойло, перен. запирать (ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.); σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.
Greek (Liddell-Scott)
σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
English (Autenrieth)
(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.
Greek Monolingual
Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).
Greek Monotonic
σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.
Middle Liddell
σηκάζω, fut. -σω σηκός
to shut up in a pen: Pass., σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον were cooped up in Ilium, Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.
Mantoulidis Etymological
(=μαντρώνω, περικλείω). Ἀπό τό σηκός (=μάντρα, ἱερός περίβολος) πού παράγεται ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.