εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[fácil de sustanciar]]
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:31, 27 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφρόνητος Medium diacritics: εὐκαταφρόνητος Low diacritics: ευκαταφρόνητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eukataphrónētos Transliteration B: eukataphronētos Transliteration C: efkatafronitos Beta Code: eu)katafro/nhtos

English (LSJ)

ον, easy to be despised, contemptible, ὑπό τινος X.HG6.4.1, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam.297, Arist.Pol.1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; especially in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. -τως Plu.Demetr.16.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.
Étymologie: εὖ, καταφρονέω.

Spanish

fácil de sustanciar

Russian (Dvoretsky)

εὐκαταφρόνητος: легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφρόνητος: -ον, ὡς και νῦν, ἄξιος καταφρονήσεως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, -ον)
ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ' ὑφ' ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-φρονητος (< κατα-φρονώ), πρβλ. αξιο-κατα-φρόνητος, δειλο-κατα-φρόνητος].

Greek Monotonic

εὐκαταφρόνητος: -ον (καταφρονέω), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, άξιος περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, αξιοκαταφρόνητος, σε Ξεν., Δημ.

Middle Liddell

εὐ-καταφρόνητος, ον καταφρονέω
easy to be despised, contemptible, despicable, Xen., Dem.