μαδαρός: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰδᾰρός, ή, όν [[μαδάω]]<br />wet, [[flaccid]]: [[bald]], Anth.
|mdlsjtxt=μᾰδᾰρός, ή, όν [[μαδάω]]<br />wet, [[flaccid]]: [[bald]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zerfließend]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 4.6; bes. <i>dem die [[Haare]] [[ausgefallen]] sind, kahl</i>, Luc. <i>ep</i>. 18 (XI.434); Hesych. erkl. [[ἀραιόθριξ]].
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰρός Medium diacritics: μαδαρός Low diacritics: μαδαρός Capitals: ΜΑΔΑΡΟΣ
Transliteration A: madarós Transliteration B: madaros Transliteration C: madaros Beta Code: madaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μαδάω) A wet, ἕλκεα μ. running sores, Hp.Hum. 14; watery, pulpy, Id.Epid.7.83, Arist.HA531b14. 2 bald, κεφαλή Luc.Epigr.37.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 glabre, lisse ; particul. chauve;
2 sans cohésion ; flasque.
Étymologie: μαδάω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰδᾰρός:
1) расплывающийся, растекающийся, дряблый (ἀκαλῆφαι Arst.);
2) гладкий, безволосый (κεφαλή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρός: -ά, -όν, (μαδάω) ὑγρός, ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) μαλακός, πλαδαρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρός, Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαδαρός· ἀραιόθριξ. ψεδνός».

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαδαρός, -ά, -όν)
φαλακρός
νεοελλ.-μσν.
(για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός
αρχ.
1. υγρός, υδατώδης, νερουλός
2. πλαδαρός, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ' άλλους, ο τ. μαδαρός συνδέεται με λατ. madidus «νoτερός, υγρός»].

Greek Monotonic

μᾰδᾰρός: -ά, -όν (μαδάω), υγρός, πλαδαρός· φαλακρός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰδᾰρός, ή, όν μαδάω
wet, flaccid: bald, Anth.

German (Pape)

zerfließend, Arist. H.A. 4.6; bes. dem die Haare ausgefallen sind, kahl, Luc. ep. 18 (XI.434); Hesych. erkl. ἀραιόθριξ.