εὐτρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[prepared]], [[ready]], [[in trim]], [[ready to hand]]
|woodrun=[[prepared]], [[ready]], [[in trim]], [[ready to hand]]
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[gewandt]], [[rüstig]]</i>, bei Aesch. <i>Spt</i>. 89 [[varia lectio|v.l.]] für [[εὐπρεπής]]; <i>[[vorbereitet]], [[gerüstet]]</i>, Dem. 4.18; εὐτρεπές τι ποιεῖσθαι, <i>[[zurecht]]</i> [[machen]], Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 440; <i>I.T</i>. 245 und [[öfter]]; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων, [[nachdem]] dies [[vorbereitet]] war, Pol. 6.26.10, andere Spätere<br><span class="ggns">• Adv.</span>, [[εὐτρεπῶς]] [[ἔχει]] τὰ πράγματα Dem. 1.21; App. <i>Pun</i>. 18.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεπής Medium diacritics: εὐτρεπής Low diacritics: ευτρεπής Capitals: ΕΥΤΡΕΠΗΣ
Transliteration A: eutrepḗs Transliteration B: eutrepēs Transliteration C: eftrepis Beta Code: eu)treph/s

English (LSJ)

ές, (τρέπω) readily turning: hence generally, prepared, ready, εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ… τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι… καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, εὐτρεπῶς ἔχειν = to be in a state of preparation, D.1.21.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qu’on peut tourner ou mettre en mouvement ; prêt, disponible.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεπής: досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. παρεῖναι Eur. быть готовым.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπής: -ές, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος· καθόλου, ἕτοιμος, παρεσκευασμένος· συχνὸν παρ’ Εὐρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440· εὐτρ. παρεῖναι αὐτόθι 844, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· δεῖπνον εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12· εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2· συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17· εὐτρ. πρός τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτρεπής, -ές)
έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» — η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη.
επίρρ...
εὐτρεπῶς και εὐτρεπέως (Α)
φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρέπω.

Greek Monotonic

εὐτρεπής: -ές (τρέπω), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ευρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· επίρρ., εὐτρεπῶς ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ.

Middle Liddell

εὐ-τρεπής, ές τρέπω
readily turning: generally, ready, Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., εὐτρεπῶς ἔχειν to be in a state of preparation, Dem.

English (Woodhouse)

prepared, ready, in trim, ready to hand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ές, gewandt, rüstig, bei Aesch. Spt. 89 v.l. für εὐπρεπής; vorbereitet, gerüstet, Dem. 4.18; εὐτρεπές τι ποιεῖσθαι, zurecht machen, Eur. Bacch. 440; I.T. 245 und öfter; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων, nachdem dies vorbereitet war, Pol. 6.26.10, andere Spätere
• Adv., εὐτρεπῶς ἔχει τὰ πράγματα Dem. 1.21; App. Pun. 18.