χαλκήρης: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[χαλκός]] + ἀραρεῖν ([[ἀραρίσκω]] = [[προσαρμόζω]], ἑνώνω). Δές γιά παράγωγα στή λέξη [[χαλκός]]. | |mantxt=Ἀπό τό [[χαλκός]] + ἀραρεῖν ([[ἀραρίσκω]] = [[προσαρμόζω]], ἑνώνω). Δές γιά παράγωγα στή λέξη [[χαλκός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, gen. εος, <i>mit Erz od. [[Kupfer]] [[versehen]], [[ehern]]</i>; oft bei Hom. als [[Beiwort]] verschiedener [[Waffen]], z.B. [[κυνέη]] <i>Il</i>. 3.316, [[κόρυς]] 15.535, [[δόρυ]] 5.145, [[ξυστόν]] 11.260, [[ἔγχος]] 18.534, τεύχεα 15.544, [[ὀϊστός]] 13.650, σάκεα. 17.268; εὐθὺς δὲ [[ναῦς]] ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν Aesch. <i>Pers</i>. 400. – Später auch von [[Menschen]], <i>mit Erz [[gewaffnet]]</i>. Vgl. [[χαλκοάρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, furnished with bronze or fitted with bronze, of spears and arrows tipped or armed with bronze, ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; χαλκήρεον (sic) ἔγχος Pancrat. in POxy.1085.6; κυνέη, κόρυς, Il.3.316, 15.535; σάκη 17.268; generally, χ. τεύχεα 15.544; χ. στόλος, of a ship's beak, A.Pers.408; ναῦς χ. Plu.Demetr.42, Sull.22.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
garni en airain.
Étymologie: χαλκός, *ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκήρης: отделанный, обитый или украшенный медью (κυνέη, δόρυ Hom.; στόλος Aesch.; ναῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκήρης: -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· καθόλου ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. στόλος, ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. ναῦς Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. χαλκοάρης.
English (Autenrieth)
ες (ἀραρίσκω): fitted with bronze, bronze-mounted, brazenshod.
Greek Monolingual
-ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, -ες, Α
1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ήρης (Ι), πρβλ. χρυσήρης.
Greek Monotonic
χαλκήρης: -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλ-κήρης, ες ἀραρίσκω
fitted with brass, tipped with brass, of arms, Il.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χαλκός + ἀραρεῖν (ἀραρίσκω = προσαρμόζω, ἑνώνω). Δές γιά παράγωγα στή λέξη χαλκός.
German (Pape)
ες, gen. εος, mit Erz od. Kupfer versehen, ehern; oft bei Hom. als Beiwort verschiedener Waffen, z.B. κυνέη Il. 3.316, κόρυς 15.535, δόρυ 5.145, ξυστόν 11.260, ἔγχος 18.534, τεύχεα 15.544, ὀϊστός 13.650, σάκεα. 17.268; εὐθὺς δὲ ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν Aesch. Pers. 400. – Später auch von Menschen, mit Erz gewaffnet. Vgl. χαλκοάρης.