ὑποσκάπτω: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to [[mark]] a [[long]] [[leap]] by a [[line]], Pind. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to [[mark]] a [[long]] [[leap]] by a [[line]], Pind. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[untergraben]], von [[unten]] [[aufgraben]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.
French (Bailly abrégé)
1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσκάπτω: рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
Greek Monolingual
ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.
Greek Monotonic
ὑποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to mark a long leap by a line, Pind.
German (Pape)
untergraben, von unten aufgraben, Theophr.