ἐπιπόθητος: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{ntsuppl | {{ntsuppl | ||
|ntstxt=très cher | |ntstxt=très cher | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[ἐπιποθέω]], <i>[[ersehnt]], [[erwünscht]], [[NT]]</i>; App. <i>Hisp</i>. 43. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, longed for, desired, Ep.Phil.4.1; missed, found wanting, ὅρκοι App.Hisp.43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
désiré, regretté.
Étymologie: ἐπιποθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόθητος: желанный (ἀδελφὸς ἀγαπητὸς καὶ ἐ. NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόθητος: -ον, ποθητός, ἐπιθυμητός, Ἀππ. Ἰβηρ. 43, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. δ΄, 1.
English (Strong)
from ἐπί and a derivative of the latter part of ἐπιποθέω; yearned upon, i.e. greatly loved: longed for.
English (Thayer)
ἐπιποθητον, longed for: Clement of Rome, 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)
Greek Monolingual
ἐπιπόθητος, -ον (AM) επιποθώ
μσν.
(για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.)
αρχ.
1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος
2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε.
επίρρ...
ἐπιποθήτως
με πόθο, με επιθυμία.
Greek Monotonic
ἐπιπόθητος: -ον, επιθυμητός, ποθητός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐπιπόθητος, ον [from ἐπιποθέω
longed for, desired, NTest.
Chinese
原文音譯:™pipÒqhtoj 誒披-坡帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-渴望(的)
字義溯源:渴望的,想念的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἐπιποθέω)=切慕)組成;而 (ἐπιποθέω)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(πόθεν)X*=渴望)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 所想念的(1) 腓4:1
French (New Testament)
très cher
German (Pape)
Adj. verb. zu ἐπιποθέω, ersehnt, erwünscht, NT; App. Hisp. 43.