διφρεύω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διφρεύω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''διφρεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ездить на колеснице]] (βαλιαῖσι πώλοις Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[проезжать на колеснице]] (κυανέαις ἵπποις [[ἅλιον]] [[πέλαγος]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:20, 25 November 2022
English (LSJ)
A drive a chariot, E.Andr.108 (eleg.), Heraclit.Incred.22. 2 c.acc., drive over, δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr.1010 (lyr.); νὺξ… νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr.114. 3 c. acc. cogn., αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος… κατ' αἰθέρα Id.Supp.991 (lyr.); ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33. 4 = διακαθίζω, Hsch.
Spanish (DGE)
1 conducir el carro διφρεύων παῖς ἁλίας Θέτιδος E.Andr.108, cf. Rh.356, ἐπεθύμησεν ... διφρεῦσαι Heraclit.Par.22, cf. AP 16.376
•c. ac. de ext. en el espacio διφρεύων ἅλιον πέλαγος conduciendo tu carro por el piélago salado E.Andr.1011, νὺξ ... νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος noche que conduces tu carro por la bóveda ... del éter Ar.Th.1067, ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ cuando Faetón conduzca su carro por la última órbita Archestr.SHell.164.2
•c. ac. int. διφρεύων Κυβεληίδος ἅρμα Nonn.D.25.319
•fig. conducir, guiar αἴγλαν ἐδίφρευε ... ἅλιος ... κατ' αἰθέρα Helios guiaba su resplandor por el cielo E.Supp.991.
2 permanecer sentado ἐν τοῖς οἴκοις αὐτῶν οἱ ἱερεῖς διφρεύουσιν ἔχοντες τοὺς χιτῶνας διερρωγότας los sacerdotes permanecen sentados en sus casas con las vestiduras desgarradas LXX Ep.Ie.30, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] auf dem Wagen fahren, Eur. Andr. 108 u. öfter. Auch trans., befahren, αἰθέρος νῶτα Ar. Thesm. 1067, parodirt aus Eur., der τίν' αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος sagt, Suppl. 991; vgl. Archestr. bei Ath. VII, 326 b.
French (Bailly abrégé)
1 conduire un char;
2 parcourir sur un char, acc..
Étymologie: δίφρος.
Russian (Dvoretsky)
διφρεύω:
1 ездить на колеснице (βαλιαῖσι πώλοις Eur.);
2 проезжать на колеснице (κυανέαις ἵπποις ἅλιον πέλαγος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διφρεύω: (δίφρος) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., διατρέχω ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον πέλαγος αὐτόθι 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.
Greek Monolingual
διφρεύω (Α) δίφρος·1. οδηγώ άρμα, διφρηλατώ
2. διατρέχω πάνω σε άρμα («διφρεύω ἅλιον πέλαγος»).
Greek Monotonic
διφρεύω: μέλ. -σω (δίφρος), οδηγώ άρμα, σε Ευρ.· αἴγλαν ἐδίφρευε, οδηγούσε το ακτινοβόλο, αστραφτερό άρμα του, στον ίδ.
Middle Liddell
δίφρος
to drive a chariot, Eur.; αἴγλαν ἐδίφρευε drove his beaming car, Eur.