κατήλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατήλῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[возвращение]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[сошествие]], [[спуск]] (εἰς Ἀΐδην Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[падение]]: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад.
|elrutext='''κατήλῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[возвращение]] Diod.;<br /><b class="num">2</b> [[сошествие]], [[спуск]] (εἰς Ἀΐδην Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[падение]]: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήλῠσις Medium diacritics: κατήλυσις Low diacritics: κατήλυσις Capitals: ΚΑΤΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: katḗlysis Transliteration B: katēlysis Transliteration C: katilysis Beta Code: kath/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A going down, descent, εἰς Ἀΐδην AP10.3; νιφετοῖο κ. a falling of snow, Simon.179.1. II return, τῶν Ἡρακλειδῶν D.S.12.75.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, das Herabkommen, der Gang hinunter; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατ. Ep. ad. 443 (X, 3); χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν Simonds. 106 (VI, 217). – Die Rückkehr, D. Sic. 12, 75, nach Emend. für κατάλυσις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de descendre, descente;
2 retour.
Étymologie: κατελεύσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήλυσις -εως, ἡ [~ κατέρχομαι] het neerkomen:. χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσις winterse sneeuwbui AP 6.217.1.

Russian (Dvoretsky)

κατήλῠσις: εως ἡ
1 возвращение Diod.;
2 сошествие, спуск (εἰς Ἀΐδην Anth.);
3 падение: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад.

Greek (Liddell-Scott)

κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβασις, κάθοδος, εἰς Ἀΐδην Ἀνθ. Π. 10. 3·― νιφετοῖο κ., πτῶσις χιόνος, Σιμων. (;) 191. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Διόδ. 12. 75.

Greek Monolingual

κατήλυσις, -ύσεως, ἡ (Α)
1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση
2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήλυσις (< θ. ελυθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι», + κατάλ. -σις)
το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβαση, κάθοδος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κατήλῠσις, εως [from κατήλυθον, aor2 of κατέρχομαι
a going down, descent, Anth.