περισπειράω: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περισπειράω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''περισπειράω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обматывать]], [[обертывать]], [[обвивать]] (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;<br /><b class="num">2</b> med. [[окружать]], [[оцеплять]] (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:25, 25 November 2022
English (LSJ)
wind round, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plu.Cam.25:— Med., τὰ μέσα… ὁπλίταις περιεσπειραμένος having concentrated his troops around... Id.Ages.31:—Pass., form round, ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων Id.Cic.22; of serpents, etc., twine, coil round, δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος D.S.4.48: c. dat., τισι Luc.Hist. Conscr.29; τῷ ποδί Id.Dips.6: metaph., insinuate oneself into, τὰς αὐλάς Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 592] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rouler ou entortiller autour : τί τινι une chose autour d'une autre ; Pass. se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;
Moy. περισπειράομαι, περισπειρῶμαι s'enrouler autour de, entourer, τινι.
Étymologie: περί, σπεῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισπειράω [περί, σπεῖρα] omwikkelen:; τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ π. zijn kleding om zijn hoofd binden Plut. Cam. 25.2; med.-pass. omsingelen:; τῆς πόλεως τὰ μέσα καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος nadat hij de centrale en vitaalste delen van de stad met zijn hoplieten had omsingeld Plut. Ages. 31.4; overdr.. τῶν... ἡγεμονικωτάτων ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων terwijl de hoogste gezagsdragers hem omcirkeld hielden Plut. Cic. 22.2.
Russian (Dvoretsky)
περισπειράω:
1 обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;
2 med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).
Greek Monotonic
περισπειράω: μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ., περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περισπειράω: μέλλ. -άσω, περιτυλίσσω, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι πέριξ τινὸς ὅπως προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· οὕτως ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».
Middle Liddell
fut. άσω
to wind round, Plut.:—Mid. to surround with soldiers, Plut.:—Pass., of soldiers, to form round a leader, τινί Plut.; of serpents, to twine round, τινί Luc.