φηγός: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φηγός:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φηγός:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[дуб зимний]] (со съедобными желудями) ([[Quercus]] esculus L ) Hom., Hes.: ἡ παλαιὰ φ. Soph. древний дуб, т. е. священный дуб в Додоне (по шелесту листьев которого гадали о воле Зевса);<br /><b class="num">2</b> [[желудь]] Arph., Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:10, 25 November 2022
English (LSJ)
Dor. φᾱγός Theoc.9.20, ἡ, A = δρῦς ἀγρία, Valonia oak, Quercus Aegilops, Thphr.HP3.3.1, 3.8.2, etc.: freq. in Il.(not in Od.), Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Il.5.693; φηγῷ ἐφ' ὑψηλῆ . . Διός 7.60; ἡ παλαιὰ φ., of the oak of Dodona, S.Tr.171, cf. Hes.Frr.134.7, 212 (but δρῦς S.Tr.1168). II acorn of the same tree, Ar.Pax1137 (lyr.), Pl.R. 372c, Theoc. l.c., D.Chr.6.62. (Cf. Lat. fāgus 'beech', OE. bóc 'beech'.)
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, ein Baum, der eine runde eßbare, der Eichel ähnliche Frucht trägt, quercus esculus, Hes. frg. 18. 39, 7; also nicht eigtl. unsere Buche, die eine dreieckige Frucht hat, Theophr. u. A.; Soph. nennt Trach. 171 die dodonäische Eiche ἡ παλαιὰ φηγός, die 1158 δρῦς heißt. – Auch die eßbare Frucht des Baumes selbst; Ar. Pax 1137; μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῦρ Plat. Rep. II, 372 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
1 chêne à glands comestibles, arbre ; ἡ παλαιὰ φηγός SOPH le chêne antique (de Dodone);
2 gland, fruit de cet arbre.
Étymologie: cf. lat. fagus ; pê de la R. Φαγ, manger.
Russian (Dvoretsky)
φηγός: ἡ
1 дуб зимний (со съедобными желудями) (Quercus esculus L ) Hom., Hes.: ἡ παλαιὰ φ. Soph. древний дуб, т. е. священный дуб в Додоне (по шелесту листьев которого гадали о воле Зевса);
2 желудь Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φηγός: ἡ, εἶδος δρυὸς φερούσης ἐδώδιμον βάλανον (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2), ἴσως Quercus esculus, εἰ καὶ ἀμφίβολον εἶναι ἂν τὸ δένδρον τοῦτο εὑρίσκεται τὰ νῦν ἐν Ἑλλάδι ἢ ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ· (οὐχὶ τὸ Λατ. fagus ὅπερ = ὀξύα, «ὀξυά»), εἰ καὶ ἔχουσι τὸ αὐτὸ ὄνομα), συχν. ἐν Ἰλ. (οὐχὶ ἐν Ὀδ.)· ἦτο δὲ ἀφιερωμένη ἡ φηγὸς εἰς τὸν Δία· Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Ἰλ. Ε. 693· φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ... Διὸς Η. 60· ὁ Σοφοκλῆς καλεῖ τὴν Δωδωναίαν δρῦν τὴν παλαιὰν φ., Τραχ. 171 (πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 18., 39. 7), ἀλλὰ καὶ δρῦν, αὐτόθι 1168. ― Περὶ τῆς γλωσσικῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ φηγὸς εἰς τὸ fagus (ὀξύα) ἴδε M. Müller Sc. of. Language, 2, σ. 222, 235. ΙΙ. ἡ βάλανος τοῦ αὐτοῦ δένδρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137. Πλάτ. Πολ. 372C. Ἐντεῦθεν φηγών, φήγινος, φηγινέος· πρβλ Λατ. fāgus, fag-inus, fag-ineus· ― Ἀγγλο-Σαξον. bôc-e (ὀξύα, Ἀγγλ. beech)· Ἀρχ. Γερμαν. bnohh-a· ― πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΓ, φαγεῖν, ὡς διδάσκει ὁ Εὐστ. 594. 34, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἄκυλος (glans) πρὸς τὸ Σανσκρ. a← (edere)).
English (Autenrieth)
(cf. fagus): a sort of oak with edible acorns. An ancient tree of this species was one of the landmarks on the Trojan plain, Il. 7.22, Il. 9.354. (Il.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α
νεοελλ.
βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους της οξιάς
αρχ.
1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι
2. το βαλανίδι του παραπάνω φυτού
3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» — δρυς που φύεται στην περιοχή της Δωδώνης (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φηγός ανάγεται στον ΙΕ τ. bhāgo-s «οξιά» (πρβλ. λατ. fagus, γαλατ. bāgo-, αρχ. άνω γερμ. buohha, από όπου το γερμ. Buche, καθώς και τα γοτθ. boka «γράμμα, χαρακτήρας», αρχ. άνω γερμ. buoh «βιβλίο», από όπου και το γερμ. Buch), χρησιμοποιήθηκε, όμως, στην Ελληνική για να δηλώσει τη δρυ, τη βαλανιδιά, ένα διαφορετικό δηλ. είδος δένδρου από την οξιά, η οποία δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα (βλ. και λ. οξιά). Η σύνδεση του ΙΕ ονόματος της οξιάς με τη ρίζα bhag- (βλ. λ. φαγεῖν) παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Greek Monotonic
φηγός: ἡ (φᾰγεῖν),
I. είδος βελανιδιάς που φέρει φαγώσιμα βελανίδια, Quercus esculus(όχι το Λατ. fagus, οξυά, παρόλο που τα ονόματα είναι πανομοιότυπα), αφιερωμένη στο Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. βελανίδι του ίδιου δέντρου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φηγός, [φᾰγεῖν]
I. a kind of oak, bearing an esculent acorn, quercus esculus, (not the Lat. fagus, our beech, though the names are identical), sacred to Ζεύς, Il., Soph.
II. the acorn of the same tree, Ar.
Frisk Etymology German
φηγός: {phēgós}
Forms: dor. (Theok.) φαγός
Grammar: f.
Meaning: Eiche, Quercus Aegilops (seit Il.).
Derivative: Davon φήγινος (Ε 838, Kall., Dsk.), mit Suffixkombination -ίνεος (AP, Orph.) von der Eiche, eichen (lat. LW fāginus, -ineus), PN Φηγεύς (E 11 u.a.; Boßhardt 114).
Etymology: Als Erbwort mit lat. fāgus f. Buche und mit germ. (mit Übertritt in die Konsonant- bzw. ō-Flexion), z.B. ano. bōk, ahd. buohha f. Buche, Buch, got. boka f. Buchstabe identisch: idg. *bhāgo-s. Dazu noch silva Bacenis (Cs.), mlat. Boconia, gall. Bagacon und andere ON. Das Fehlen der Buche im eig. Griechenland veranlaßte den Bed.wechsel von φηγός. — Der Name der Buche hat bekanntlich in der Diskussion über die Urheimat der Indogermanen eine wichtige Rolle gespielt. Entscheidend war dabei die Frage, ob auch einige ostidg. Baumnamen wie kurd. būz Art Ulme, russ. boz Holunder, Sambucus und entsprechende slav. Wörter mit φηγός usw. zu verbinden sind. Gegen diese Annahme mit triftigen Argumenten Eilers und Mayrhofer Mitt. d. Anthropol. Gesellsch. in Wien 92 (1962; Festschrift Franz Hančar) 61ff. mit Referat der früheren Diskussion (wobei indessen die germ. Wörter anders als oben beurteilt werden); vgl. dazu Pisani Paideia 18, 400 f. — Für die alte Verbindung mit φαγεῖν essen mit weiteren kühnen Hypothesen und Kombinationen Ramat A.L.O.N. 5, 49ff. Ältere Lit. bei WP. 2, 128ff., Pok. 107f., W.-Hofmann s. fāgus.
Page 2,1008