ἐπήτριμος: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπήτρῐμος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπήτρῐμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[плотный]], [[густой]], [[частый]] (δράγματα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[многочисленный]] (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:16, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, (ἤτριον) prop. woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg., κῦμα Q.S.14.248; ὄχλος Opp.C.3.382: neuter plural as adverb, ib.1.322, al.
German (Pape)
[Seite 921] (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, v.l. ἐπήτριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.
Étymologie: ἐπί, ἤτριον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπήτρῐμος:
1 плотный, густой, частый (δράγματα Hom.);
2 многочисленный (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήτρῐμος: -ον, (ἤτριον) κυρίως μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, καθόλου δὲ πυκνός, ἐπάλληλος· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτόθι 552· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.
English (Autenrieth)
thick together, numerous; πίπτειν, ‘thick and fast,’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552.
Greek Monolingual
ἐπήτριμος, -ον (Α)
1. ο πυκνοϋφασμένος
2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα -ιμος].
Greek Monotonic
ἐπήτρῐμος: -ον (ἤτριον), κυρίως, υφαντός, υφασμένος πάνω σε (παρυφασμένος), πυκνά συνυφασμένος· έπειτα, πυκνός, αλλεπάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐπ-ήτρῐμος, ον ἤτριον
properly, woven upon, closely woven: then, close-thronged, one upon another, Il.