βόσκημα: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> grazer; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.
|elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> [[grazer]]; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:40, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσκημα Medium diacritics: βόσκημα Low diacritics: βόσκημα Capitals: ΒΟΣΚΗΜΑ
Transliteration A: bóskēma Transliteration B: boskēma Transliteration C: voskima Beta Code: bo/skhma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is fed or fatted: in plural, fatted beasts, cattle, S.Tr.762, E.Ba.677, X.HG4.6.6; of sheep, E.Alc.576 (lyr.), El.494; ἐμῆς χερὸς β., of horses, Id.Hipp.1356 (lyr.); of dogs, X.Cyr.8.1.9; ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Arist.Pol.1319a20: dual, of a couple of pigs, Ar.Ach.811: sg., of a single beast, ἄκανθα ποντίου β. A.Fr.275.3; ἐν τρόπῳ βοσκήματος πιαινόμενον ζῆν Pl.Lg.807a; opp. θηρίον, Arist.MM1204a38, Str.16.4.16. II food, β. πηυονῆς A.Supp.620, cf. S.El.364, Ar.Ra.892; ἀναίματον β. δαιμόνων prey drained of blood by the Erinyes, A.Eu.302.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I de seres anim.
1 bestia, bicho ποντίου βοσκήματος A.Fr.275.3.
2 lo apacentado, gener. plu. ganado συμμιγῆ βοσκήματα S.Tr.762, βοσκήματα ... μόσχων E.Ba.677, cf. Cyc.165, 188, βοσκήμασι ... συρίζων E.Alc.576, cf. Hp.Art.8, Pl.R.373c, Gal.18(1).356, ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων vivir de la ganadería Arist.Pol.1319a20, ref. a ganado equino στυγνὸν ὄχημ' ἵππειον, ἐμῆς β. χερός dicho de una biga odioso tronco apacentado de mi propia mano E.Hipp.1356, βουκόλια καὶ ἱπποφόρβια καὶ ἄλλα παντοδαπὰ βοσκήματα X.HG 4.6.6, tb. a cerdos τὼ βοσκήματε un par de cabezas de cerditas, Ar.Ach.811, a perros ἵππων ... καὶ κυνῶν ἐπιμελετὰς ... οὓς ἐνόμιζε ... ταῦτα τὰ βοσκήματα βέλτιστ' ἂν παρέχειν X.Cyr.8.1.9
op. al ser humano y sus cualidades ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg.807a, βοσκημάτων δίκην Pl.R.586a, cf. X.Eph.2.13.2, Gal.15.736, Amph.Seleuc.68
junto c. otros bienes y propiedades βοσκήματα καὶ ἀνδράποδα D.18.213, cf. 21.167, Theopomp.Hist.344
op. θηρίον Arist.MM 1204a38, Str.16.4.16
dicho insultantemente de herejes, Epiph.Const.Haer.13.2.
II inanimado
1 pasto c. gen. subjet. ἀναίματον β. δαιμόνων dicho de Orestes, A.Eu.302
fig. pasto, pábulo c. gen. obj. β. πημονῆς A.Supp.620, τοῦ μὴ λυπεῖν S.El.364, abs. αἰθήρ, ἐμὸν β. oh éter, mi pasto espiritual Ar.Ra.892.
2 pastizal LXX Is.7.25, 27.10, 49.11, PMasp.112.31 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 454] τό, 1) das geweidete Vieh, Viehheerde, Soph. Tr. 762; Eur. Bacch. 676; Ar. Ach. 870; Xen. Hell. 4, 6, 6; Plut. Rom. 7; übh. Vieh, Plat. Theaet. 162 e u. öfter. – 2) das Futter, Nahrung, πημονῆς Aesch. Suppl. 6154 Soph. El. 364.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς βόσκημα χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);
2 pâture, nourriture, aliment.
Étymologie: βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόσκημα -ατος, τό βόσκω
1. grazer; meestal plur. vee.
2. voedsel:. ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.

Russian (Dvoretsky)

βόσκημα: ατος τό
1 пасущееся стадо, скот Soph., Eur., Arph., Xen., Plat.: ἐμῆς β. χερός Eur. вскормленные мною животные;
2 голова скота Arst.: τὰ ἑκατὸν βοσκήματα Soph. сотня голов скота;
3 досл. корм, пища, перен. удел (πημονῆς Aesch.): ἐμοὶ ἔστω μόνον β. Soph. пусть (это) будет моим единственным уделом.

Middle Liddell

βόσκω
I. that which is fed or fatted: in plural fatted beasts, cattle, Soph., etc.; of sheep, Eur.; of horses, Eur.; of pigs, Ar.
II. food, Aesch.

Greek Monolingual

το (AM βόσκημα) βόσκω
1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο
νεοελλ.
η βόσκηση
αρχ.
η νομή, η τροφή.

Greek Monotonic

βόσκημα: -ατος, τό (βόσκω),
I. αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται βοσκή· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.
II. φαγητό, σε Αισχύλ.·

Greek (Liddell-Scott)

βόσκημα: τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, ἄκανθα ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ θηρίον, Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. τροφή, β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, θῦμα τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων ἄνευ αἵματος, διότι τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.

English (Woodhouse)

food for, head of cattle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)