κροσσωτός: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krossotos | |Transliteration C=krossotos | ||
|Beta Code=krosswto/s | |Beta Code=krosswto/s | ||
|Definition=ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tasselled]], [[fringed]], [[l.c.]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>28</span>, <span class="bibl">Poll.4.120</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1273.14</span> (iii A. D.): Subst. [[κροσσωτός]] (sc. [[χιτών]]), ὁ, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span> 44(45).14</span>; cf. [[κροκωτός]] <span class="bibl">2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (κρόσσαι) [[stepped]], <b class="b3">σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ</b>, of a wall, Lyc.291 ([[varia lectio|v.l.]] κορς-).</span> | |Definition=ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tasselled]], [[fringed]], [[l.c.]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>28</span>, <span class="bibl">Poll.4.120</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1273.14</span> (iii A. D.): Subst. [[κροσσωτός]] (''[[sc.]]'' [[χιτών]]), ὁ, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span> 44(45).14</span>; cf. [[κροκωτός]] <span class="bibl">2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (κρόσσαι) [[stepped]], <b class="b3">σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ</b>, of a wall, Lyc.291 ([[varia lectio|v.l.]] κορς-).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:21, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXX Ps. 44(45).14; cf. κροκωτός 2. II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).
German (Pape)
[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d'une frange ou d'une bordure.
Étymologie: κροσσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] met franjes, van franjes voorzien.
Russian (Dvoretsky)
κροσσωτός: обшитый бахромой (ἐφεστρίς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].