ἑτερορρεπής: Difference between revisions
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui fait pencher la balance tantôt d'un côté, tantôt de l'autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui fait pencher la balance tantôt d'un côté, tantôt de l'autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, = [[ἑτερόρροπος]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., Aesch. <i>Suppl</i>. 398, <i>der bald auf die eine, bald auf die [[andere]] [[Seite]] die [[Wagschale]] neigt, jedem das [[Seine]] gibt</i>, νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δὲ εὐνόμοις; Hippocr. und Sp., wie Hermog. <i>stat</i>. 1 p. 7.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 8.13. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αρρεπής]], [[επιρρεπής]]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αρρεπής]], [[επιρρεπής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, Act., A making now one side and now another preponderate, Ζεύς A. Supp.403 (lyr.). II inclining to one side or the other, of patients in the crisis of a disease, Hp.Acut.(Sp.) 21. 2 one-sided, ἑτερορρεπὲς ζήτημα where the weight of evidence preponderates, Hermog.Stat. 1. III Adv. ἑτερορρεπῶς v.l. in Poll.8.13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait pencher la balance tantôt d'un côté, tantôt de l'autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.
German (Pape)
ές, = ἑτερόρροπος, Ζεὺς ἑτ., Aesch. Suppl. 398, der bald auf die eine, bald auf die andere Seite die Wagschale neigt, jedem das Seine gibt, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δὲ εὐνόμοις; Hippocr. und Sp., wie Hermog. stat. 1 p. 7.
• Adv., Poll. 8.13.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερορρεπής: склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий (Ζεύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερορρεπής: -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀμερόληπτος, δίκαιος, Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = ἑτερόρροπος, ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· οὕτως ἑτ. ζήτημα Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, -ές)
αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής
αρχ.
1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)
2. (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την κρίση της νόσου
3. μονομερής, μεροληπτικός.
επίρρ...
ἑτερορρεπῶς (ΑΜ)
με κλίση προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ρεπής (< ρέπω), πρβλ. αρρεπής, επιρρεπής].