ἀντιδιατίθημι: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=prendre des dispositions contraires ; punir | |btext=prendre des dispositions contraires ; punir;<br /><b>[[NT]]</b>: s'[[opposer]] ; contredire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[διατίθημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:11, 6 December 2022
English (LSJ)
retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.
Spanish (DGE)
1 en v. act. vengarse de c. ac. αὐτόν D.S.34.12 φησὶ ... τὸ ἀμύνεσθαι οὐ μόνον σημαίνειν τὸ κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Eust.546.28
•abs. οὔτ' ἀντιδιαθεῖναι ... δυνατός ἐστι Ph.2.313.
2 en v. med. oponerse πρὸς τὴν πειθὼ τῶν λόγων Longin.17.1, cf. A.D.Synt.291.2
•οἱ ἀντιδιατιθέμενοι = los adversarios δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλὰ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας ... ἐν πραΰτητι παιδεύοντα τοὺς ἀ. un siervo del Señor no debe ser pendenciero sino atento con todos ... educando con mansedumbre a los adversarios, 2Ep.Ti.2.25.
German (Pape)
[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.
French (Bailly abrégé)
prendre des dispositions contraires ; punir;
NT: s'opposer ; contredire.
Étymologie: ἀντί, διατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδιατίθημι:
1 отплачивать, мстить Diod.;
2 med. сопротивляться: οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT противники.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.
English (Thayer)
(present middle ἀντιδιατίθεμαι); in middle to place oneself in opposition, to oppose: of heretics, to dispose in turn, to take in hand in turn: τινα, Diodorus except, p. 602 (vol. v., p. 105,24, Dindorf edition; absolutely to retaliate, Philo de spec. legg. § 15; de concupisc. § 4)).
Greek Monolingual
ἀντιδιατίθημι (AM)
1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον
αρχ.
1. προβάλλω αντίσταση
2. οι αντιδιατιθέμενοι
αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά.
Chinese
原文音譯:¢ntidiat⋯qemai 安提-笛阿-提帖買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-經過-安置
字義溯源:抵擋,相對,持相反意見;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(διατίθεμαι / διατίθημι)=部署)組成;而 (διατίθεμαι / διατίθημι)又由(διά)*=經過)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 抵擋者(1) 提後2:25