δυσπρόσοδος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de lugares [[de difícil acceso]], [[poco accesible]] χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.<i>Pol</i>.1330<sup>b</sup>3, cf. Plu.<i>Rom</i>.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.<i>Epit</i>.9.23.3, ὄρος Eutecnius <i>Th.Par</i>.15.11, ὁδός Poll.3.96<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de lugares [[de difícil acceso]], [[poco accesible]] χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.<i>Pol</i>.1330<sup>b</sup>3, cf. Plu.<i>Rom</i>.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.<i>Epit</i>.9.23.3, ὄρος Eutecnius <i>Th.Par</i>.15.11, ὁδός Poll.3.96<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. [[τὸ δυσπρόσοδον]] = [[dificultad de acceso]] c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.<br /><b class="num">2</b> en cont. bélico [[que no permite pasar]], [[impenetrable]] τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.<br /><b class="num">II</b> de pers. y abstr.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[inaccesible]], [[inabordable]], [[huraño]] δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.<i>Or</i>.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.<i>Ages</i>.9.2, [[δυσέντευκτος]] καὶ δ. Plu.<i>Nic</i>.5, cf. <i>Crass</i>.7, Luc.<i>Scyth</i>.6, D.C.11.6, 36.16.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ δυσπρόσοδον]] = [[el ser o mostrarse inaccesible]] τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δυσπρόσοδον Plu.<i>Demetr</i>.42<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[displicentemente]], [[de forma desdeñosa o desagradable]] ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ [[δυσπρόσοδον]] Luc.<i>Gall</i>.10.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[riguroso]], [[severo]], [[que provoca rechazo]] ἦθος δυσπρόσοδον = forma de ser huraña o [[inaccesible]]</i> Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.<i>Pers</i>.2.28.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:39, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12. 2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares de difícil acceso, poco accesible χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.Pol.1330b3, cf. Plu.Rom.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.Epit.9.23.3, ὄρος Eutecnius Th.Par.15.11, ὁδός Poll.3.96
•neutr. sg. subst. τὸ δυσπρόσοδον = dificultad de acceso c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.
2 en cont. bélico que no permite pasar, impenetrable τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.
II de pers. y abstr.
1 de pers. inaccesible, inabordable, huraño δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.Or.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.Ages.9.2, δυσέντευκτος καὶ δ. Plu.Nic.5, cf. Crass.7, Luc.Scyth.6, D.C.11.6, 36.16.2
•neutr. subst. τὸ δυσπρόσοδον = el ser o mostrarse inaccesible τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δυσπρόσοδον Plu.Demetr.42
•neutr. como adv. displicentemente, de forma desdeñosa o desagradable ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δυσπρόσοδον Luc.Gall.10.
2 de abstr. riguroso, severo, que provoca rechazo ἦθος δυσπρόσοδον = forma de ser huraña o inaccesible Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.Pers.2.28.26.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσοδος: Thuc., Xen., Arst., Polyb., Plut. = δυσπρόσιτος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
Greek Monolingual
δυσπρόσοδος, -ον (AM)
δυσπρόσιτος
αρχ.
1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα
2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.
Greek Monotonic
δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολος στην πρόσβαση, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, ακοινώνητος, απρόσιτος, μισάνθρωπος, στον ίδ., σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-πρόσοδος, ον
hard to get at, difficult of access, Thuc.; of men, unsocial, Thuc., Xen.