πολύμυθος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle beaucoup.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῦθος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui parle beaucoup]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῦθος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:31, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμῡθος Medium diacritics: πολύμυθος Low diacritics: πολύμυθος Capitals: ΠΟΛΥΜΥΘΟΣ
Transliteration A: polýmythos Transliteration B: polymythos Transliteration C: polymythos Beta Code: polu/muqos

English (LSJ)

ον, poet. πουλύμυθος Call.Iamb.1.170 (πολυ- Pap.):—A wordy, Il.3.214, Od.2.200. II Pass., much talked of, famous in story, ἀρεταί Pi.P. 9.76. III full of story, Καλλιόπη AP9.523, cf. Call.Epigr.18; with a number of legends, [σύστημα] Arist.Po.1456a12, cf. Str.14.2.7.

German (Pape)

[Seite 667] von vielen Worten; – 1) geschwätzig, Il. 3, 214 Od. 2, 200, nach den Schol. »gewaltig drohend«; γραῖα, Bass. 2 (XI, 72); auch Καλλιόπη, die viel Sagen kennt, Dionys. 7 (IX, 523). – 2) wovon viel gesprochen wird, wovon viele Sagen, Erzählungen vorhanden sind; ἀρεταί, Pind. P. 9, 76 (vgl. πολύμοχθος); – viel Mythen enthaltend, Arist. poet. 18, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle beaucoup.
Étymologie: πολύς, μῦθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμυθος -ον [πολύς, μῦθος] van veel woorden, praatziek. met veel verhalen:. ἐποποιικὸν δὲ λέγω τὸ πολύμυθον onder ‘episch’ versta ik ‘vele (losse) verhalen bevattend' Aristot. Poët. 1456a12. veelbesproken, beroemd.

Russian (Dvoretsky)

πολύμῡθος:
1 многословный, словоохотливый (sc. Τηλέμαχος Hom.; γραῖα Anth.);
2 знающий много сказаний (Καλλιόπη Anth.);
3 широко известный, всеми восхваляемый (ἀρεταί Pind.).

English (Slater)

πολῠμῡθος, -ον rich in legend ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι pr. (P. 9.76)

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλύμυθος, -ον, Α
1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαροςἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.)
3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος («ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι», Πίνδ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμυθον
η ύπαρξη πολλών μύθων, πολλών διηγήσεων σε ένα κείμενο («ἐποποιϊκὸν δὲ λέγω τὸ πολύμυθον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μῦθος (πρβλ. περισσό-μυθος)].

Greek Monotonic

πολύμῡθος: -ον, I. αυτός που αποτελείται από πολλές λέξεις, δηλ. φλύαρος, σε Όμηρ.
II. Παθ., πολυσυζητημένος, περίφημος στις διηγήσεις, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμῡθος: -ον, ὁ λέγων πολλοὺς λόγους, λέγων πολλά, Ἰλ. Γ. 214, Ὀδ. Β. 200. ΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περίφημος, διάσημος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἀρεταὶ Πινδ. Π. 9. 133. ΙΙΙ. πλήρης μύθων, διηγήσεων, Καλλιόπη Ἀνθ. Π. 9. 523· ― τὸ π., πλῆθος μύθων, διηγήσεων, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 13, Στράβ. 654. ― Οὐσ., πολυμυθέα, ἡ, Σουΐδ. ἐν λ. Νικόστρατος.

Middle Liddell

πολύ-μῡθος, ον,
I. of many words, i. e. wordy, Hom.
II. pass. much talked of, famous in story, Pind.