ποικιλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />fertile en expédients, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[μῆτις]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[fertile en expédients]], [[artificieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[μῆτις]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:47, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήτης Medium diacritics: ποικιλομήτης Low diacritics: ποικιλομήτης Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: poikilomḗtēs Transliteration B: poikilomētēs Transliteration C: poikilomitis Beta Code: poikilomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, voc. μῆτα, full of various wiles, epithet of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Rathschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fertile en expédients, artificieux.
Étymologie: ποικίλος, μῆτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλομήτης -ου [ποικίλος, μῆτις] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήτης: ου adj. m изобретательный, хитроумный (Ὀδυσσεύς Hom.; Ἑρμῆς HH).

English (Autenrieth)

(μῆτις): with versatile mind, fertile in device, inventive, cunning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Οδυσσέως, του Διός και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο-μήτης].

Greek Monotonic

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα (μῆτιςγεμάτος με επινοήσεις διάφορες, πολυμήχανος, πανούργος, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα, πλήρης ποικίλων τεχνασμάτων, πολυμήχανος, πανοῦργος, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Λ. 482, Ὀδ. Γ. 163, Ν. 293˙ τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 323˙ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 155˙ ― πρβλ. ποικιλόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.