Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδοκάκη: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podokaki
|Transliteration C=podokaki
|Beta Code=podoka/kkh
|Beta Code=podoka/kkh
|Definition=ἡ, [[stock]]s (commonly called [[ξύλον]]), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon ''Prog.''13, Sch.Ar.''Eq.''366. (Cf. Skt. kan̂catē '[[bind]]', Lith. kinkýti '[[harness]]', [[κιγκλίς]]; the spelling [[ποδοκάκη]] is due to the false expl. [[foot-plague]], ap.Harp.: from [[ποδοκατοχή]] acc. to Did. ap. eund.)
|Definition=ἡ, [[fetter|fetters]], [[stock]]s (commonly called [[ξύλον]]), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon ''Prog.''13, Sch.Ar.''Eq.''366. (Cf. Skt. kan̂catē '[[bind]]', Lith. kinkýti '[[harness]]', [[κιγκλίς]]; the spelling [[ποδοκάκη]] is due to the false expl. [[foot-plague]], ap.Harp.: from [[ποδοκατοχή]] acc. to Did. ap. eund.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:17, 3 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοκάκη Medium diacritics: ποδοκάκη Low diacritics: ποδοκάκη Capitals: ΠΟΔΟΚΑΚΗ
Transliteration A: podokákē Transliteration B: podokakē Transliteration C: podokaki Beta Code: podoka/kkh

English (LSJ)

ἡ, fetters, stocks (commonly called ξύλον), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon Prog.13, Sch.Ar.Eq.366. (Cf. Skt. kan̂catē 'bind', Lith. kinkýti 'harness', κιγκλίς; the spelling ποδοκάκη is due to the false expl. foot-plague, ap.Harp.: from ποδοκατοχή acc. to Did. ap. eund.)

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
ποδοκάκη, η, ΜΑ
ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. πούς, ποδός και δεύτερο τον τ. -κακκη, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κάκαλα
τείχη].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: foot-block
See also: s. κάκαλα.


German (Pape)

[Seite 643] ἡ, auch ποδοκάκκη geschrieben, Fußeisen, Fußblock, wofür man später in Athen ξύλον sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves de bois.
Étymologie: πούς, κακός.

Russian (Dvoretsky)

ποδοκάκη: v.l. ποδοκάκκη (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοκάκη: ἡ, ὡσαύτως φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον ὄργανον δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον ξύλον, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.

Greek Monotonic

ποδοκάκη: ἡ, επίσης ποδοκάκκη, κυρίως, όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ποδο-κάκη, ἡ,
ποδο-κάκη, also written ποδοκάκκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.

English (Woodhouse)

instrument for punishment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)