ἔπαρμα: Difference between revisions

From LSJ

τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparma
|Transliteration C=eparma
|Beta Code=e)/parma
|Beta Code=e)/parma
|Definition=ατος, τό, (ἐπαίρω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[something raised]], [[a swelling]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 1.1</span>; τῶν ἀγγείων <span class="bibl">Sor.1.48</span>; τὰ τῶν φολίδων ἐ. <span class="bibl">Ach.Tat.3.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[elation]], [[vanity]], ἔ. τύχης <span class="bibl">Sotad.9.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> in good sense, [[elevation]], πόσον ἔ. ψυχὴ λαμβάνει Ath.Med. ap. Orib.inc.<span class="bibl">21.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[height]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Es.</span>6.3</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, ([[ἐπαίρω]])<br><span class="bld">A</span> [[something raised]], a [[swelling]], Hp.''Epid.'' 1.1; ἔπαρμα τῶν ἀγγείων Sor.1.48; τὰ τῶν φολίδων ἐ. Ach.Tat.3.7.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[elation]], [[vanity]], ἔπαρμα τύχης Sotad.9.4.<br><span class="bld">b</span> in good sense, [[elevation]], πόσον ἔπαρμα ψυχὴ λαμβάνει Ath.Med. ap. Orib.inc.21.21.<br><span class="bld">2</span> [[height]], [[LXX]] ''2 Es.''6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] τό, das Erhobene, die Erhebung, Anschwellung, Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., Aufgeblasenheit, Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] τό, das [[Erhobene]], die [[Erhebung]], [[Anschwellung]], Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., [[Aufgeblasenheit]], Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[gonflement]] ; <i>fig.</i> [[vanité]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, (ἐπαίρομαι) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, ([[ἐπαίρομαι]]) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 08:51, 7 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρμα Medium diacritics: ἔπαρμα Low diacritics: έπαρμα Capitals: ΕΠΑΡΜΑ
Transliteration A: éparma Transliteration B: eparma Transliteration C: eparma Beta Code: e)/parma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπαίρω)
A something raised, a swelling, Hp.Epid. 1.1; ἔπαρμα τῶν ἀγγείων Sor.1.48; τὰ τῶν φολίδων ἐ. Ach.Tat.3.7.
II metaph., elation, vanity, ἔπαρμα τύχης Sotad.9.4.
b in good sense, elevation, πόσον ἔπαρμα ψυχὴ λαμβάνει Ath.Med. ap. Orib.inc.21.21.
2 height, LXX 2 Es.6.3.

German (Pape)

[Seite 905] τό, das Erhobene, die Erhebung, Anschwellung, Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., Aufgeblasenheit, Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement ; fig. vanité.
Étymologie: ἐπαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρμα: τό, (ἐπαίρομαι) οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., ἀνύψωμα, ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν ἔπαρμα Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.

Greek Monolingual

(I)
(AM ἔπαρμα, το) επαίρω
νεοελλ.
1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου του σώματος
2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» — το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα
μσν.-αρχ.
1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή
2. πρήξιμο, φούσκωμα
3. υπερηφάνεια, έξαρση
4. ανύψωση στην κοινωνική ιεραρχία
5. ύψος, μέγεθος.
(II)
ἔπαρμα, το (Μ)
1. λεία
2. κατάληψη, πάρσιμο
3. απόκτημα
4. συμβουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. επαίρνω < επαίρω «σηκώνω, υψώνω»].