κενόδοξος: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kenodoksos | |Transliteration C=kenodoksos | ||
|Beta Code=keno/docos | |Beta Code=keno/docos | ||
|Definition=ον, [[vainglorious]], [[conceited]], <span class="bibl">Plb.27.7.12</span>, <span class="bibl">Ph.1.672</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.26</span>, <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.24.43</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.180d</span>; κληρονομία <span class="bibl">Vett.Val.271.2</span>. | |Definition=ον, [[vainglorious]], [[conceited]], <span class="bibl">Plb.27.7.12</span>, <span class="bibl">Ph.1.672</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.26</span>, <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.24.43</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.180d</span>; [[κληρονομία]] <span class="bibl">Vett.Val.271.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] [[voll eitler Ruhmsucht]]; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. [[κενοδόξως]]. | ||
}} | }} | ||
{{ntsuppl | {{ntsuppl | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κενόδοξος''': ον. ματαιόδοξος, [[μάταιος]], ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, [[ἐραστής]], Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682. | |lstext='''κενόδοξος''': ον. [[ματαιόδοξος]], [[μάταιος]], ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, [[ἐραστής]], Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 08:31, 9 April 2023
English (LSJ)
ον, vainglorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.
German (Pape)
[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.
French (New Testament)
ος, ον, vaniteux (κενός, δόξα)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.
Russian (Dvoretsky)
κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.
Greek (Liddell-Scott)
κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.
English (Strong)
from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.
English (Thayer)
κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξως (Α κενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].
Chinese
原文音譯:kenÒdoxoj 咳挪-多克索士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空的-看來好像(的)
字義溯源:虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 虛榮(1) 加5:26
Mantoulidis Etymological
(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό κενός + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
vainglorious
Armenian: փառամոլ; Bulgarian: суетен, тщеславен; Chinese Mandarin: 非常自負/非常自负; Czech: zpupný, chvástavý; Dutch: verwaand; Finnish: turhamainen, turhantärkeä, tyhmänylpeä; French: orgueilleux, vaniteux, fanfaron; Middle French: vainglorieux; Georgian: პატივმოყვარე, დიდების მოყვარე; German: hochmütig, dünkelhaft, aufgeblasen, prahlerisch; Gothic: 𐍆𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: ἀλαζών, αὐτεπαίνετος, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματικός, δυσαυχής, καυχηματικός, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, κομπῶδες, κομπώδης, ματαιόκομπος, μεγάλαυχος, πέρπερος, τυφομανής, φιλοκομπαστής, φιλόκομπος; Italian: vanaglorioso; Portuguese: vanglorioso; Russian: тщеславный; Spanish: vanidoso, soberbio, fachendoso, perdonavidas, fanfarrón