καταχήνη: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>].
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. [[κυσοχήνη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχήνη Medium diacritics: καταχήνη Low diacritics: καταχήνη Capitals: ΚΑΤΑΧΗΝΗ
Transliteration A: katachḗnē Transliteration B: katachēnē Transliteration C: katachini Beta Code: kataxh/nh

English (LSJ)

ἡ, A flouting, mockery, Ar.V.575, Ec.631; Καταχῆναι, αἱ, title of play, IG14.1097.8. II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérision, moquerie.
Étymologie: κατά, χαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχήνη -ης, ἡ [κατά, χαίνω] bespotting.

German (Pape)

ἡ, Spott, Hohn, Ar. Vesp. 575, Eccl. 630. S. καταχαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καταχήνη:насмешка, глумление Arph.

Greek Monolingual

καταχήνη, ἡ (Α)
1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι
τίτλος ενός δράματος επιγρ.
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά της βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσοχήνη].

Greek Monotonic

καταχήνη: ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχήνη: ἡ κατάγελως, περίγελως, καταφρόνησις, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. καταχαίνω)· Καταχῆναι εἶναι ὄνομα δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. εἶδος φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ σχῆμα ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «φάσμα» (νυκτερὶς) καλεῖται σήμερον ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.

Middle Liddell

κατα-χήνη, ἡ, [χᾰνεῖν]
derision, mockery, Ar.