τόλμη: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τόλμα]] Α<br /><b>1.</b> [[θάρρος]], [[αφοβία]], [[σθένος]], [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «είχε την [[τόλμη]] να υψώσει το ανάστημά του [[απέναντι]] στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ [[πολυφροσύνη]] τε καὶ [[τόλμη]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (με κακή σημ.) [[θράσος]], [[προπέτεια]], [[αναίδεια]] (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την [[τόλμη]] να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) παράτολμη [[πράξη]] («φίλτρα τόλμης τῆσδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού δύο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τόλμα]] καλῶν» — [[θάρρος]] για καλές και γενναίες πράξεις (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τόλμη]] /<i>τόλμᾱ</i> έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>tol</i> της μονοσύλλαβης μορφής <i>tel</i>- της ρίζας του [[τάλας]] (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μη</i> ( | |mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τόλμα]] Α<br /><b>1.</b> [[θάρρος]], [[αφοβία]], [[σθένος]], [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «είχε την [[τόλμη]] να υψώσει το ανάστημά του [[απέναντι]] στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ [[πολυφροσύνη]] τε καὶ [[τόλμη]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (με κακή σημ.) [[θράσος]], [[προπέτεια]], [[αναίδεια]] (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την [[τόλμη]] να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) παράτολμη [[πράξη]] («φίλτρα τόλμης τῆσδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού δύο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τόλμα]] καλῶν» — [[θάρρος]] για καλές και γενναίες πράξεις (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τόλμη]] /<i>τόλμᾱ</i> έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>tol</i> της μονοσύλλαβης μορφής <i>tel</i>- της ρίζας του [[τάλας]] (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μη</i> ([[πρβλ]]. [[θέρμη]], [[χάρμη]]). Κατ' άλλους, [[ωστόσο]], η λ. ανάγεται στον τ. <i>tolă</i> της δισύλλαβης μορφής <i>tel</i><i>ā</i>- της ίδιας ρίζας με ετεροιωμένο το α' [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το β' και έχει σχηματιστεί ως [[εξής]]: <i>τολᾰ</i>-<i>μᾱ</i>> <i>τολο</i>-<i>μᾱ</i> με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>α</i>- σε -<i>ο</i>- > <i>τολ</i>-<i>μᾱ</i> με [[συγκοπή]]. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, απαντά και ο τ. <i>τόλμᾰ</i> με βραχύ -<i>α</i>-. Σημασιολογικά, η λ. [[τόλμη]] χρησιμοποιείται και «επί [[καλώ]]» και «επί [[κακώ]]», [[αλλά]] διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα [[θράσος]] και [[θάρσος]] / [[θάρρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τόλμη''': (sehr selten),<br />{tólmē}<br />'''Forms''': gew. [[τόλμα]] (ion. att.; vgl. [[τολμήεις]], -μάω unten), dor. [[τόλμα]] (Pi.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wagemut]], [[Kühnheit]], [[Tollkühnheit]], [[Verwegenheit]], [[Frechheit]] (zur Bed. Chantraine Form. 150, auch [bei Soph.] Zawadzka Eos 54, 44ff.).<br />'''Composita''': Oft als Hinterglied, z.T. auf [[τολμάω]] bezogen, z.B. [[ἄτολμος]] [[ohne Wagemut]], [[nichts wagend]] (Pi., ion. att.), [[πάντολμος]] [[alles wagend]] (A., E.); [[ἀπότολμος]] [[verwegen]], [[kühn]] (sp.), von [[ἀποτολμάω]].<br />'''Derivative''': Davon 1. [[τολμήεις]], dor. -άεις [[kühn]], [[verwegen]], [[duldend]] (Hom., Pi.). 2. -ηρός ib. (att.) mit -ηρία f. (hell. Pap.). 3. Denom. άω, Hdt. -έω, Aor. -ῆσαι usw., auch m. ἀπο-, ἐπι-, κατα- u.a., [[Wagemut zeigen]], [[sich erkühnen]], [[über sich gewinnen]], [[ertragen]] (seit Il.) mit -ημα n. [[Wagnis]], [[kühnes Unternehmen]] (att.), -ησις f. [[verwegene Tat]] (Pl. ''Def''.), -ητής m. [[Wagehals]] (Th., Ph. u.a.; Fraenkel Norn. ag. 2, 72 f.) mit volkstümlicherem -ητίας ib. (''Kom''. ''Adesp''. u.a.), -ητικός = -ηρός (sp.). 4. Hypokoristisch [[τόλμιλλος]] m. [[Wagehals]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Bildung mit μη-(μα-)Suffix wie [[ῥώμη]], [[χάρμη]], [[γνώμη]] usw. zu ταλάσσαι; zum ο-Vokal Schwyzer 362 f. Die fast alleinherrschende Form [[τόλμα]] ist sekundär als Rückbildung zu [[τολμάω]] entstanden (Solmsen Wortforsch. 266).<br />'''Page''' 2,908 | |ftr='''τόλμη''': (sehr selten),<br />{tólmē}<br />'''Forms''': gew. [[τόλμα]] (ion. att.; vgl. [[τολμήεις]], -μάω unten), dor. [[τόλμα]] (Pi.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wagemut]], [[Kühnheit]], [[Tollkühnheit]], [[Verwegenheit]], [[Frechheit]] (zur Bed. Chantraine Form. 150, auch [bei Soph.] Zawadzka Eos 54, 44ff.).<br />'''Composita''': Oft als Hinterglied, z.T. auf [[τολμάω]] bezogen, z.B. [[ἄτολμος]] [[ohne Wagemut]], [[nichts wagend]] (Pi., ion. att.), [[πάντολμος]] [[alles wagend]] (A., E.); [[ἀπότολμος]] [[verwegen]], [[kühn]] (sp.), von [[ἀποτολμάω]].<br />'''Derivative''': Davon 1. [[τολμήεις]], dor. -άεις [[kühn]], [[verwegen]], [[duldend]] (Hom., Pi.). 2. -ηρός ib. (att.) mit -ηρία f. (hell. Pap.). 3. Denom. άω, Hdt. -έω, Aor. -ῆσαι usw., auch m. ἀπο-, ἐπι-, κατα- u.a., [[Wagemut zeigen]], [[sich erkühnen]], [[über sich gewinnen]], [[ertragen]] (seit Il.) mit -ημα n. [[Wagnis]], [[kühnes Unternehmen]] (att.), -ησις f. [[verwegene Tat]] (Pl. ''Def''.), -ητής m. [[Wagehals]] (Th., Ph. u.a.; Fraenkel Norn. ag. 2, 72 f.) mit volkstümlicherem -ητίας ib. (''Kom''. ''Adesp''. u.a.), -ητικός = -ηρός (sp.). 4. Hypokoristisch [[τόλμιλλος]] m. [[Wagehals]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Bildung mit μη-(μα-)Suffix wie [[ῥώμη]], [[χάρμη]], [[γνώμη]] usw. zu ταλάσσαι; zum ο-Vokal Schwyzer 362 f. Die fast alleinherrschende Form [[τόλμα]] ist sekundär als Rückbildung zu [[τολμάω]] entstanden (Solmsen Wortforsch. 266).<br />'''Page''' 2,908 | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, v. τόλμα.
Greek (Liddell-Scott)
τόλμη: ἡ, ἴδε τόλμα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α
1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση του κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος, προπέτεια, αναίδεια (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την τόλμη να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) παράτολμη πράξη («φίλτρα τόλμης τῆσδε», Αισχύλ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δύο
3. φρ. «τόλμα καλῶν» — θάρρος για καλές και γενναίες πράξεις (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τόλμη /τόλμᾱ έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα tol της μονοσύλλαβης μορφής tel- της ρίζας του τάλας (βλ. λ. τάλας) και εμφανίζει επίθημα -μη (πρβλ. θέρμη, χάρμη). Κατ' άλλους, ωστόσο, η λ. ανάγεται στον τ. tolă της δισύλλαβης μορφής telā- της ίδιας ρίζας με ετεροιωμένο το α' φωνήεν και συνεσταλμένο το β' και έχει σχηματιστεί ως εξής: τολᾰ-μᾱ> τολο-μᾱ με αφομοιωτική τροπή του -α- σε -ο- > τολ-μᾱ με συγκοπή. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, απαντά και ο τ. τόλμᾰ με βραχύ -α-. Σημασιολογικά, η λ. τόλμη χρησιμοποιείται και «επί καλώ» και «επί κακώ», αλλά διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα θράσος και θάρσος / θάρρος].
Frisk Etymology German
τόλμη: (sehr selten),
{tólmē}
Forms: gew. τόλμα (ion. att.; vgl. τολμήεις, -μάω unten), dor. τόλμα (Pi.)
Grammar: f.
Meaning: Wagemut, Kühnheit, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit (zur Bed. Chantraine Form. 150, auch [bei Soph.] Zawadzka Eos 54, 44ff.).
Composita: Oft als Hinterglied, z.T. auf τολμάω bezogen, z.B. ἄτολμος ohne Wagemut, nichts wagend (Pi., ion. att.), πάντολμος alles wagend (A., E.); ἀπότολμος verwegen, kühn (sp.), von ἀποτολμάω.
Derivative: Davon 1. τολμήεις, dor. -άεις kühn, verwegen, duldend (Hom., Pi.). 2. -ηρός ib. (att.) mit -ηρία f. (hell. Pap.). 3. Denom. άω, Hdt. -έω, Aor. -ῆσαι usw., auch m. ἀπο-, ἐπι-, κατα- u.a., Wagemut zeigen, sich erkühnen, über sich gewinnen, ertragen (seit Il.) mit -ημα n. Wagnis, kühnes Unternehmen (att.), -ησις f. verwegene Tat (Pl. Def.), -ητής m. Wagehals (Th., Ph. u.a.; Fraenkel Norn. ag. 2, 72 f.) mit volkstümlicherem -ητίας ib. (Kom. Adesp. u.a.), -ητικός = -ηρός (sp.). 4. Hypokoristisch τόλμιλλος m. Wagehals (Theognost. Kan.).
Etymology: Bildung mit μη-(μα-)Suffix wie ῥώμη, χάρμη, γνώμη usw. zu ταλάσσαι; zum ο-Vokal Schwyzer 362 f. Die fast alleinherrschende Form τόλμα ist sekundär als Rückbildung zu τολμάω entstanden (Solmsen Wortforsch. 266).
Page 2,908