νευρόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) <b>πρβλ.</b> <i>κυνό</i>-<i>σπαστος</i>, <i>λυκό</i>-<i>σπαστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) [[πρβλ]]. [[κυνόσπαστος]], [[λυκόσπαστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπαστος Medium diacritics: νευρόσπαστος Low diacritics: νευρόσπαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróspastos Transliteration B: neurospastos Transliteration C: nevrospastos Beta Code: neuro/spastos

English (LSJ)

ον, (σπάω) drawn by strings, ἀγάλματα ν. puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.

German (Pape)

durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2.48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Symp. 4.55, Marionetten- und vielleicht überhaupt Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo θαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, und oben νευρόσπασμα.

Russian (Dvoretsky)

νευρόσπαστος: приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνόσπαστος, λυκόσπαστος].

Greek Monotonic

νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

νευρό-σπαστος, ον, σπάω
drawn by strings, moved by strings, of puppets, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

moved by strings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό νεῦρον + σπάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.