φαρμακεύς: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρασκευαστής]] και [[πωλητής]] φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κεραμ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρασκευαστής]] και [[πωλητής]] φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[κεραμεύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκεύς Medium diacritics: φαρμακεύς Low diacritics: φαρμακεύς Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΣ
Transliteration A: pharmakeús Transliteration B: pharmakeus Transliteration C: farmakeys Beta Code: farmakeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A poisoner, sorcerer, S.Tr.1140, Pl.Smp.203d, etc.; γνήσιοι σοφισταὶ καὶ φ. Jul.Or.6.197d. II druggist, apothecary, Aret.CD2.12.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, der Arznei-, Zaubermittel, Gift bereitet und bei Andern anwendet, Zauberer, Giftmischer; Soph. Tr. 1130; καὶ γόης Plat. Conv. 203 d; – aber auch der solche Mittel braucht.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui compose des préparations magiques, d'où
1 empoisonneur;
2 magicien, sorcier.
Étymologie: φάρμακον.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεύς: έως ὁ приготовляющий волшебные, ядовитые или целебные снадобья, т. е. колдун, чародей Soph., Plat., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. φαρμακοποιός, ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, φαρμακοπώλης, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.

English (Strong)

from pharmakon (a drug, i.e. spell-giving potion); a druggist ("pharmacist") or poisoner, i.e. (by extension) a magician: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακεως, ὁ (φάρμακον), one who prepares or uses magical remedies; a sorcerer: (Sophicles, Plato, Josephus, Lucian, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
αρχ.
παρασκευαστής και πωλητής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμεύς)].

Greek Monotonic

φαρμᾰκεύς: -έως, ὁ (φάρμακον), αυτός που δηλητηριάζει, μάγος, γητευτής, γόης, σε Σοφ.

Middle Liddell

φαρμᾰκεύς, έως, ὁ, φάρμακον
a poisoner, sorcerer, Soph.

Chinese

原文音譯:farmakeÚj 法而馬求士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:麻醉(者)
字義溯源:麻醉師,毒殺者,行邪術的;源自(φαρμακεύς)X*=麻醉品)
同義字:1) (μάγος)魔術師 2) (φαρμακεύς)麻醉師 3) (φάρμακος)巫師
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 行邪術的(1) 啓21:8

English (Woodhouse)

enchanter, sorcerer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)