φιλοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filochrimatos
|Transliteration C=filochrimatos
|Beta Code=filoxrh/matos
|Beta Code=filoxrh/matos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[loving money]], And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.; ὁ φ. Id.R.549b, Hierocl. in CA2p.422M.; φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); [[τὸ φιλοχρήματον]] = [[φιλοχρηματία]], Pl.R.436a: Comp. φιλοχρηματώτερος X.Smp.4.45: Sup. φιλοχρηματώτατος D.S.1.94. Adv., [[φιλοχρημάτως ἔχειν]] = [[φιλοχρηματεῖν]], Isoc.1.23.
|Definition=φιλοχρήματον,<br><span class="bld">A</span> [[loving money]], And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.; ὁ φ. Id.R.549b, Hierocl. in CA2p.422M.; φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); [[τὸ φιλοχρήματον]] = [[φιλοχρηματία]], Pl.R.436a: Comp. φιλοχρηματώτερος X.Smp.4.45: Sup. φιλοχρηματώτατος D.S.1.94. Adv., [[φιλοχρημάτως ἔχειν]] = [[φιλοχρηματεῖν]], Isoc.1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρήμᾰτος Medium diacritics: φιλοχρήματος Low diacritics: φιλοχρήματος Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philochrḗmatos Transliteration B: philochrēmatos Transliteration C: filochrimatos Beta Code: filoxrh/matos

English (LSJ)

φιλοχρήματον,
A loving money, And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.; ὁ φ. Id.R.549b, Hierocl. in CA2p.422M.; φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40 (s.v.l.); τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Pl.R.436a: Comp. φιλοχρηματώτερος X.Smp.4.45: Sup. φιλοχρηματώτατος D.S.1.94. Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.

German (Pape)

[Seite 1288] geldliebend, geldgierig, habsüchtig; Andoc. 4, 32; Plat. Phaed. 68 c Rep. VI, 485 e u. öfter, immer tadelnd. – Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν Isocr. 1, 23, Is. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime l'argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;
Cp. φιλοχρηματώτερος, Sp. φιλοχρηματώτατος.
Étymologie: φίλος, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρήμᾰτος: жадный к деньгам, сребролюбивый Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρήματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, ἄπληστος, Ἀνδοκ. 30. 20, Πλάτων ἐν Φαίδωνι 68C, 82C, κ. ἀλλ., πρβλ. φιλοχρηματιστής· ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 549Β, κ. ἀλλ.· φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 14· ― τὸ φ. = φιλοχρηματία Πλάτ. Πολ. 435Ε. ― Συγκρ. -ώτερος, Ξεν. Συμπ. 4, 45· ὑπερθ. -ώτατος, Διόδ. 1. 94. Ἐπίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Ἰσοκρ. 7Α, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοχρήματος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματον
η φιλοχρηματία.
επίρρ...
φιλοχρημάτως Α
1. με φιλοχρηματία
2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» — είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. πολύχρήματος].

Greek Monotonic

φῐλοχρήμᾰτος: -ον (χρῆμα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φιλοχρήματον, = φιλοχρηματία, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, σε Διόδ.· επίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-χρήμᾰτος, ον, χρῆμα
loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isocr.

English (Woodhouse)

desirous of money, greedy of money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)