περιείλω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perieilo | |Transliteration C=perieilo | ||
|Beta Code=periei/lw | |Beta Code=periei/lw | ||
|Definition=περι-ειλέω, or περι-ίλλω, < | |Definition=περι-ειλέω, or περι-ίλλω,<br><span class="bld">A</span> [[wrap round]], <b class="b3">περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[περιδεῖν]], Cobet [[περιίλλειν]]) X.''An.''4.5.36; τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.''Alex.''15.<br><span class="bld">2</span> [[wrap up]], [[swathe]], τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d:—Med., [[swathe oneself]], <b class="b3">ῥακίοις περιειλάμενος</b> (Phot., Suid., -ειλλόμενος or -ειλόμενος codd.) Ar.''Ra.'' 1066:—Pass., to [[be wrapped up]], Ath.15.672e; to [[be coiled]], of a snake's tail, Gal.14.265, cf. ''OGI''56.63 (Egypt, iii B. C.); to [[be concentrated]], τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.''Intr.Arat.'' 3.<br><span class="bld">II</span> [[build a vaulting]], Arch.Anz. 19.8 (Milet.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιείλω en περιίλλω zie περιειλέω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιείλω:''' -[[ειλέω]] ή -[[ίλλω]],<br /><b class="num">1.</b> [[διπλώνω]], [[περιτυλίγω]], <i>σάκια περὶ τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τυλίγω]], [[επιδένω]] — Μέσ., τυλίγομαι, <i>περιειλάμενος</i> (αόρ. | |lsmtext='''περιείλω:''' -[[ειλέω]] ή -[[ίλλω]],<br /><b class="num">1.</b> [[διπλώνω]], [[περιτυλίγω]], <i>σάκια περὶ τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τυλίγω]], [[επιδένω]] — Μέσ., τυλίγομαι, <i>περιειλάμενος</i> (αόρ. αʹ μτχ.), σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
περι-ειλέω, or περι-ίλλω,
A wrap round, περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν (v.l. περιδεῖν, Cobet περιίλλειν) X.An.4.5.36; τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.Alex.15.
2 wrap up, swathe, τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d:—Med., swathe oneself, ῥακίοις περιειλάμενος (Phot., Suid., -ειλλόμενος or -ειλόμενος codd.) Ar.Ra. 1066:—Pass., to be wrapped up, Ath.15.672e; to be coiled, of a snake's tail, Gal.14.265, cf. OGI56.63 (Egypt, iii B. C.); to be concentrated, τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.Intr.Arat. 3.
II build a vaulting, Arch.Anz. 19.8 (Milet.).
German (Pape)
[Seite 573] od. -είλλω, = περιειλέω, ῥακίοις περιειλλόμενος, Ar. Ran. 1064.
French (Bailly abrégé)
c. περιειλέω.
Étymologie: περί, εἴλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιείλω en περιίλλω zie περιειλέω.
Greek Monolingual
και περιειλῶ, -έω και περιίλλω Α
περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν», Ξεν.)
β. «τῷ αὐτοῦ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.)
2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι («συνέβη περιειληθῆναι τὸ βρέτας», Αθήν.)
3. μέσ. περιείλομαι και περιειλοῦμαι
(για την ουρά φιδιού) συσπειρώνομαι
4. μέσ. συγκεντρώνομαι («τοῦ πυρώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴλω / εἰλῶ / ἴλλω «συστρέφω, τυλίγω»].
Greek Monotonic
περιείλω: -ειλέω ή -ίλλω,
1. διπλώνω, περιτυλίγω, σάκια περὶ τοὺς πόδας, σε Ξεν.
2. τυλίγω, επιδένω — Μέσ., τυλίγομαι, περιειλάμενος (αόρ. αʹ μτχ.), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιείλω: -ειλέω, ἢ -ίλλω, περιτυλίσσω, σακκία περὶ τοὺς πόδας περιειλεῖν (διάφ. γραφ. περιδεῖν, ὅθεν ὁ Cobet περιίλλειν) Ξεν. Ἀν. 4. 5, ἐν τέλ. τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Λουκ. Ἀλεξ. 15· τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ἀθήν. 672D· - Μέσ., περιτυλίσσομαι, ῥακίοις περιειλάμενος (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων γραφῆς, -ειλλόμενος ἢ -ειλόμενος), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1066. - Παθ., περιτυλίσσομαι, Ἀθήν. 672Ε· καλύμματι περιειλημένος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε, πρβλ. Γαλην. 14. 265, κτλ.
Middle Liddell
-ειλέω, -ίλλω
1. to fold or wrap round, σακκία περὶ τοὺς πόδας Xen.
2. to wrap up, swathe:—Mid. to swathe oneself, περιειλάμενος (aor1 part.), Ar.