παρακαθίημι: Difference between revisions
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakathiimi | |Transliteration C=parakathiimi | ||
|Beta Code=parakaqi/hmi | |Beta Code=parakaqi/hmi | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[let down beside]], of the nautilus, <b class="b3">ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι</b> [[lets down]] some of its feelers... Arist.''HA''622b14; [[let drop]] or [[sink by the side]], τὰς χεῖρας Plu.''Nic.''9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., [[send out side-roots]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.''Hel.''1536.<br><span class="bld">2</span> intr. (''[[sc.]]'' [[ἑαυτόν]]), [[sink down]], π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρα- | |elnltext=παρα-καθίημι laten zakken (naast). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers... Arist.HA622b14; let drop or sink by the side, τὰς χεῖρας Plu.Nic.9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., send out side-roots, Thphr. HP 8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.Hel.1536.
2 intr. (sc. ἑαυτόν), sink down, π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καθίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαθῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαθιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber, acc..
Étymologie: παρά, καθίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καθίημι laten zakken (naast).
Russian (Dvoretsky)
παρακαθίημι: тж. med.
1 спускать (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);
2 ронять (τὸν δακτύλιον Plut.);
3 (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).
Greek Monolingual
Α
1. κατεβάζω ή αφήνω κάτι να κρέμεται ή να πέσει κάτω και κοντά μου
2. καταπίπτω, πέφτω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίημι «αφήνω, ρίχνω, καταβιβάζω»].
Greek Monotonic
παρακαθίημι: μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίημι: μέλλ.· -καθήσω, καταβιβάζω προσέτι ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: οὕτως ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - καταβιβάζω πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κάτω πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν ἡσυχῇ παρακαθῆσε (τὸν δακτύλιον) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), καταπίπτω, παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.
Middle Liddell
fut. -καθήσω
to let down beside: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the rudder to be let down beside the rudder-bars, Eur.